Εχθροί Φυτών – Εισαγωγή
Η φύση έχει εφοδιάσει τα φυτά με διάφορους μηχανισμούς άμυνας, για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις αντίξοες συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος.
Ένα φυτό δέχεται συνεχείς επιθέσεις από πλήθος εχθρών τόσο ζωικών όσο και μη ζωικών. Ζώα, ακάρεα, νηματώδεις κ.α. είναι οι καθημερινοί εχθροί των φυτών. Και αν ο άνθρωπος μπορεί να αποφύγει και να προφυλαχθεί από ανάλογους εχθρούς, τα φυτά το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι είτε να υποκύψουν, είτε να τους υπομείνουν, είτε να τους αντιμετωπίσουν με διάφορους μηχανισμούς τους οποίους ανέπτυξαν με την πάροδο του χρόνου.
Κάποιοι από αυτούς είναι πολύ αποτελεσματικοί ενώ κάποιοι άλλοι όχι και τόσο. Εκεί λοιπόν που η φύση τα πήγε αρκετά καλά, ο άνθρωπος προσπαθεί να τα καταφέρει καλύτερα. Βασιζόμενος στην επινοητικότητα του προσπαθεί να επιφέρει περαιτέρω βελτιώσεις ώστε τα καλλιεργούμενα φυτά να καταφέρουν να αποδώσουν περισσότερο και οικονομικότερα κάτω από τις επιθέσεις των εχθρών τους.
- οι αφίδες (ψείρες),
- ο τετράνυχος,
- ο ψευδόκοκκος,
- τα κοκκοειδή,
- ο αλευρώδης (άσπρη μύγα),
- ο θρίπας
- και διάφορα έντομα εδάφους.
Πηγές:
Προσοχή!
Να τηρούνται αυστηρά:
α. Οι οδηγίες χρήσης των φυτοπροστατευτικών
β. Το τελευταίο χρονικό όριο ψεκασμού πριν τη συγκομιδή, σύμφωνα με τις οδηγίες που αναγράφονται στη ετικέτα
γ. Τα ακαρεοκτόνα δεν θα πρέπει να συνδιάζονταιθ με άλλα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.
δ. Τα στοιχεία που αναφέρονται στην ιστοσελίδα έχουν ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν υποκαθιστούν σε καμία περίπτωση τις αναγραφόμενες, επί της ετικέτας, οδηγίες χρήσεως
Κύριοι εχθροί των Πηρινόκαρπων
Ανθονόμος της αμυγδαλιάς Anthonomus amygdali
Το ακμαίο μήκους, με το ρύγχος 3 – 4 mm. Το βασικό χρώμα του σώματος σκοτεινοκάστανο.
Τα έλυτρα, στην πρόσθια γωνία τους στο αρσενικό υπέρυθρα με τρεις εγκάρσιες τεφρές ζώνες ενώ στο θηλυκό ερυθρά, με κίτρινες ζώνες. Είναι υπόλευκα, με δύο εγκάρσιες σκοτεινόχρωμες ζώνες, μια περίπου στη μέση και μια στην κορυφή τους.
Το ρύγχος έχει χρώμα καστανό ή σκουριάς.
Τα πόδια και το πρόνωτο υπέρυθρα ενώ η κεφαλή σχεδόν μαύρη.
Οι προσβεβλημένοι οφθαλμοί ξηραίνονται χωρίς να ανοίξουν και τελικά πέφτουν στο έδαφος. Στην πτώση τους βοηθά και το τίναγμα του σώματος της εντός αυτών ανεπτυγμένης προνύμφης. Αυτή κάνει τους πεσμένους οφθαλμούς να «πηδούν» όταν τους κουνήσομε ελαφρά. Οι διαβρώσεις φύλλων από ενήλικα την Άνοιξη είναι συνήθως χωρίς οικονομική σημασία.
Ρυγχίτης των κερασιών Rhynchites aequatus Scopoli,
Έντομο μήκους 5,5 – 10 mm και χρώμα μεταλλικό χαλκού, πολύ λαμπερό, με ιώδεις ανταύγειες στο ρύγχος. Το αρσενικό έχει στα πλάγια του προθώρακα ένα ζευγάρι αγκαθιών, όπως και ορισμένα αλλά είδη ρυγχιτών.
Προσβάλει κυρίως κερασιά και βυσσινιά και σπανιότερα βερικοκιά και δαμασκηνιά.
Συνήθως έχει μία γενιά ανά δύο χρόνια και σπανιότερα μία γενιά ανά έτος.
Στην πρώτη περίπτωση διαχειμάζει ως ανεπτυγμένη προνύμφη τον πρώτο χειμώνα σε βομβύκιο στο έδαφος και τον δεύτερο ως ανώριμο ενήλικο επίσης στο έδαφος μέσα σε βομβύκιο.
Την άνοιξη τα ενήλικα αφού διατραφούν από οφθαλμούς, άνθη και νεαρούς καρπούς για λίγες εβδομάδες, ωοτοκούν βαθιά στο μεσοκάρπιο, κοντά στο ενδοκάρπιο. Η προνύμφη τρυπά το ενδοκάρπιο και τρώει τον σπόρο. Όταν αναπτυχθεί πέφτει στο έδαφος, όπου θα μείνει σε κελί που κατασκευάζει, ως το τέλος του θέρους ή συχνότερα του επόμενου θέρους.
Ενηλικιώνεται το Φθινόπωρο και τα ενήλικα βγαίνουν νωρίς την επόμενη Άνοιξη.
Θεωρείται ο πιο βλαβερός ρυγχίτης των πυρηνόκάρπων. Οι οπές βρώσης με συχνά φελλοποιημένα τα χείλη, κάνουν τους καρπούς ακατάλληλους για κατανάλωση όπως και οι οπές ωοτοκίας και εξόδου των προνυμφών.
Rhynchites baccus L
Το τέλειο έχει χρώμα ερυθρό μεταλλικό λαμπερό. Οι κεραίες και το ρύγχος χρώματος μελανού. Το σώμα του καλυμμένο από λεπτό υποκάστανο χνούδι. Το αρσενικό έχει οδοντοειδή έκφυση και έχει μήκος 6 – 8mm.
Η προνύμφη ευκέφαλη άποδη με σώμα παχύ και βραχύ, κεφαλή χρώμα μελανού και το μήκος της δεν ξεπερνά τα 9 mm.
Διαχειμάζει ως τέλειο στα διάφορα καταφύγια του φλοιού των δένδρων καθώς επίσης και στο έδαφος, κάτω από τα φύλλα, τις πέτρες κλπ.
Τα ακμαία εμφανίζονται την Άνοιξη. Τρέφονται από τους οφθαλμούς των νεαρών βλαστών της μηλιάς και ιδιαίτερα της αχλαδιάς. Κατόπιν συζεύγυνται και τα θηλυκά αρχίζουν να ωοτοκούν. Το θηλυκό αφού επιλέξει τον κατάλληλο καρπό ανοίγει με το ρύγχος του μια οπή στο μεσοκάρπιο και τοποθετεί το αυγό. Αυτό επαναλαμβάνεται και σε άλλους καρπούς μέχρι να ολοκληρωθεί η ωοτοκία του. Κάθε θηλυκό εναποθέτει 200 – 250 περίπου αυγά.
Όταν τα αυγά εκκολαφθούν εμφανίζονται οι νεαρές προνύμφες. Τρέφονται από τη σάρκα του καρπού, στον οποίο ορύσσουν στοά εσωτερικά. Μετά από ένα μήνα
και αφού έχουν συμπληρώσει την ανάπτυξη τους εγκαταλείπουν τον προσβεβλημένο καρπό, πέφτουν στο έδαφος, όπου και βυθίζονται για να νυμφωθούν.
Τέλος καλοκαιριού με αρχές φθινοπώρου εμφανίζονται τα τέλεια που τρέφονται από τα φύλλα. Με την αλλαγή των κλιματικών συνθηκών αποσύρονται στα καταφύγια όπου και διαχειμάζουν. Το έντομο συμπληρώνει μία μόνο γενεά το χρόνο.
Προκαλεί πτώση των ανώριμων καρπών. Υποβάθμιση της ποιότητας των προσβεβλημένων, λόγω των μικρών κοιλοτήτων που δημιουργούνται από την προσβολή των ακμαίων και την ανάπτυξη δευτερογενών μολύνσεων από μύκητες και άλλα παθογόνα.
Kαπνώδης των πυρηνοκάρπων Capnodis tenebrionis
Το ενήλικο μήκους 15 – 30 mm, πλάτους 7 – 12 mm και χρώμα γενικά μαύρο θαμπό, εκτός από το πρόνωτο. Το πρόνωτο λευκό ως ανοιχτότεφρο με μαύρες κηλίδες ποικίλου μεγέθους και σχήματος και με μαύρα στίγματα.
Έχει πλάτος διπλάσιο του μήκους του και διπλάσιο περίπου του πλάτους της κεφαλής. Φέρει κοντές ;νηματοειδείς κεραίες
Τα έλυτρα μαύρα με πολλά μικρά εισέχοντα στίγματα διατεταγμένα σε κατά μήκος γραμμές. Συχνά εμφανίζουν αραιές διάσπαρτες υπόλευκες κηλίδες. Στενεύουν προς τα πίσω και καταλήγουν σε οξύ άκρο, στρογγυλευμένο στα θηλυκά ή τραπεζοειδές στα αρσενικό (Πελεκάσης 1991).
Η προνύμφη υπόλευκη, μήκους 60-85 mm (συνήθως 65-70 mm), μαλακή, πρακτικά άποδη, στενόμακρη με πεπλατυσμένα και σαφώς διαχωρισμένα κοιλιακά τμήματα. Έχει ωχρό έως καφετί προθώρακα με κεντρικό αυλάκι σε σχήμα στενού Λ, αρκετά πλατύτερο του υπολοίπου σώματος όπως πολλά είδη της οικογένειας αυτής γι’ αυτό ονομάζονται πλατυκέφαλα σκουλήκια (αν και η καστανή κεφαλή τους είναι πολύ μικρή).
Το αυγό, ωοειδές, λευκό ιριδίζον, 1,5×1,2 mm, ανθεκτικό στην ξηρασία και ευαίσθητο στην υψηλή υγρασία (Πελεκάσης, 1991).
Διαχειμάζει ως ενήλικο σε διάφορα καταφύγια ρωγμές εδάφους, στη βάση ξερών ποωδών φυτών. Όπου ο βιολογικός κύκλος του είναι διετής διαχειμάζει τον πρώτο χειμώνα ως προνύμφη νεαρής ηλικίας στη στοά της στον κορμό.
Το ενήλικο που διαχείμασε δραστηριοποιείται την Άνοιξη και τρέφεται από το φύλλωμα των φυτών ξενιστών για μερικές εβδομάδες, ώσπου να ωριμάσει σεξουαλικά και στη συνέχεια κατά την περίοδο της ωοτοκίας, τρέφεται από το φύλλωμα των πυρηνόκαρπων δένδρων.
Προκαλεί μερική αποφύλλωση των δένδρων τρώγοντας κυρίως το μίσχο των φύλλων ή καταστρέφει οφθαλμούς ή αφαιρεί τα επιφανειακά στρώματα του φλοιού τρυφερών κυρίως βλαστών.
Η ζημιά που προκαλούν οι στοές των προνυμφών οδηγούν σχεδόν πάντα σε θάνατο των δενδρυλλίων και νεαρών δένδρων σε περιοχές με ξηρό θέρος και φθινόπωρο. Τα μεγαλύτερης ηλικίας δένδρα σε μη αρδευόμενους οπωρώνες μπορούν να ζημιωθούν σοβαρά. Δενδρύλλια και δένδρα ζωηρά που αρδεύονται αρκετά δεν επιτρέπουν στη προνύμφη να επιζήσει. Πιστεύεται ότι το άφθονο κόμμι που εκκρίνουν στην προνυμφική στοά τα ζωηρά δένδρα ,σκοτώνει την προνύμφη. Το ενήλικο τρώει το φύλλωμα πυρηνοκάρπων, γιγαρτοκάρπων και ίσως και άλλων δένδρων.
Μηλολόνθη Melolontha melolontha Ι
Τα ενήλικα μήκους 20-30 mm (συνήθως άνω των 25 mm), Ερυθροκαφέ έως κιτρινοκαφέ πόδια, έλυτρα καλυμμένα με λευκό χνούδι, προθώρακα σκεπασμένο από λευκές τρίχες, μαυριδερό θώρακα και κεφάλι με κεραίες τύπου ανοικτού ελασματοειδούς με 6 (θηλυκό) ή 7 (αρσενικό) ελάσματα.
Αυγά λευκά έως κίτρινα
Προνύμφες λευκές 40-50 mm πλήρως ανεπτυγμένες.
Προσβάλλει πολλά δασικά είδη δένδρων αλλά και καρποφόρα όπως μηλιά, δαμασκηνιά, ροδακινιά κ.α. ιδιαίτερα νεοφυτευμένα δένδρα σε ακαλλιέργητες εκτάσεις.
Τα ενήλικα εναποθέτουν σε σωρούς15-30 λευκοκίτρινα αυγά μέσα στο έδαφος.
Οι λευκές προνύμφες του αναπτύσσονται στο έδαφος για 3 χρόνια τρεφόμενες σε βάρος ριζιδίων και ριζών και ανεπτυγμένες φθάνουν σε μήκος τα 40-50 mm. Το 20 χρόνο σε τυχόν μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού (2-3/m2 σε νεαρούς οπωρώνες και 8-10/m2 σε οπωρώνες με μεγάλης ηλικίας δένδρα) μπορεί να καταστρέψουν τις ρίζες των δένδρων προκαλώντας ανάσχεση της ανάπτυξής τους.
Μύγα της Μεσογείου ή Μύγα Φρούτων Ceratitis capitata Wiedemann Trypeta capitata),
Το ακμαίο μήκους 4-6 mm και πλάτους 1,2-2 mm. Έχει χρώμα κιτρινωπό με λιγότερες ή περισσότερες ερυθρωπές, μαύρες και καστανές κηλίδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν στέκεται ή βαδίζει, κρατά τις πτέρυγες του μισάνοιχτες και με κλίση.
Η κεφαλή κίτρινη, κεραίες καστανέρυθρες και οι σύνθετοι οφθαλμοί πράσινοι λαμπεροί.
Ο θώρακας είναι περισσότερο ή λιγότερο μελανός. Το μεσόνωτο έχει τέσσερις πριονωτές λωρίδες αργυρές ή γκρίζες. Η κοιλία πορτοκαλοκίτρινη με πολυάριθμα στίγματα και δύο εγκάρσιες ζώνες χρώματος ερυθροκάστανου.
Ο ωοθέτης έχει χρώμα κιτρινέρυθρο και προς την άκρη καστανός, μήκους O,9-1,3mm.
Οι πτέρυγες κοντές και πλατιές η κάθε μία μήκους 4,5mm. Διαφανείς με τρεις πορτοκαλοκίτρινες λωρίδες, μια παράλληλη και δύο κάθετες με μεταλλικές ανταύγειες.
Στην Ελλάδα προσβάλλει κυρίως πορτοκαλιά, μανταρινιά, συκιά, βερικοκιά, αχλαδιά και λιγότερο συχνά ροδακινιά και μηλιά. Συχνότερα αναφέρονται προσβολές στη Νότια και Κεντρική Ελλάδα.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εχθρούς των καρποφόρων σε πολλά μέρη της γης. Έχει την ικανότητα να πετά σε μεγάλες αποστάσεις. Σε θερμές περιοχές ο κίνδυνος προσβολής είναι υψηλός, ιδιαίτερα όταν υπάρχει διαθέσιμη μεγάλη ποικιλία ξενιστών.
Η ζημιά που προκαλείται αφορά τους καρπούς που μπαίνουν ή μπήκαν σε στάδιο ωρίμανσης και είναι αποτέλεσμα:
Α. του ανοίγματος της οπής ωοτοκίας και εναποθέσεως των αυγών μέσα στους καρπούς και της ορατής οπής εξόδου της προνύμφης
Β. της διάβρωσης της σάρκας των καρπών από τις προνύμφες που γεννιούνται μέσα στον καρπό από τα αυγά και τρέφονται από αυτή,
Γ. τής αποσύνθεσης και σήψης των προσβεβλημένων καρπών από δευτερογενείς προσβολές λόγω εισόδου παθογόνων μικροοργανισμών από την οπή.
Αφίδες ή Μελίγκρες (Aphids)
Είναι μικρά φυτοφάγα, ημιμετάβολα (τα ανήλικα μοιάζουν με τα ενήλικα), έντομα πρασινωπού, κιτρινωπού, ερυθρού ή μαυριδερού χρωματισμού, άπτερα και πτερωτά, που εκκρίνουν μελιτώδεις ουσίες και συναντώνται σε πυκνές αποικίες στην κάτω επιφάνεια των νεαρών φύλλων και τις τρυφερές κορυφές των βλαστών.
Έχουν μαλακό απιοειδές – ωοειδές σώμα μήκους λίγων χιλιοστών. Τα ενήλικα μπορεί να είναι άπτερα ή πτερωτά, οπότε έχουν 2 ζευγάρια διαφανή μεμβρανώδη πτερά από τα οποία το εμπρόσθιο πολύ περισσότερο ανεπτυγμένο, μεγαλύτερο του σώματος.
Χαρακτηρίζονται από το ότι στην άκρη της κοιλίας τους έχουν μία πολύ μικρή ουρίτσα και φέρουν ένα ζευγάρι σωληνάκια σαν κέρατα στο πίσω μέρος της κοιλιάς τους, τα σιφώνια ή κεράτια. Από αυτά όταν μία αφίδα προσβληθεί από φυσικό εχθρό εκκρίνει ουσίες συναγερμού, προκαλώντας διασπορά των άλλων αφίδων γύρω της.
Το σχήμα, μέγεθος και χρώμα των σιφωνίων και της ουράς, το περίγραμμα της κάτοψης του εμπρόσθιου τμήματος της κεφαλής, το μήκος και ο αριθμός των άρθρων των κεραιών, οι κηλιδώσεις – σημάδια της κοιλιάς- και η νεύρωση των πτερών, αποτελούν χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να διακρίνουμε το κάθε είδος αφίδων που προκαλεί μία προσβολή, γεγονός συχνά σημαντικό για την επιλογή του εντομοκτόνου στο οποίο το συγκεκριμένο είδος δεν θα έχει αναπτύξει ανθεκτικότητα.
Αναπαράγονται ταχύτατα σε ευνοϊκές μη ξηροθερμικές συνθήκες (μέτρια θερμός και όχι ξηρός καιρός), συμπληρώνοντας πολλές αλλεπάλληλες γενιές το χρόνο και σχηματίζοντας γρήγορα πολυπληθείς αποικίες. Μπορεί να είναι ζωοτόκα ή ωοτόκα, να εναλλάσσουν τα είδη φυτών που προσβάλουν (μετανάστευση από είδος σε είδος, θερινός και χειμερινός ξενιστής) ή όχι και να παρουσιάζουν διαφορετικό τρόπο ζωής άτομα της ίδιας γενιάς ακόμα και στον ίδιο ξενιστή.
Διαχειμάζουν με χειμερινό αυγό που προκύπτει από εγγενή αναπαραγωγή το φθινόπωρο αλλά σε θερμοκήπια θερμών περιοχών μπορεί να συνεχίζουν να αναπαράγονται αγενώς και το χειμώνα.
Πράσινη Αφίδα της Ροδακινιάς Myzus persicae
Το ενήλικο άπτερο παρθενογενετικό θηλυκό σχήματος ωοειδές μετρίου μεγέθους, μήκους 1,5-2,5mm. Το χρώμα ποικίλει, μπορεί να είναι λευκοπράσινο, ανοικτό κιτρινοπράσινο, ανοικτό πράσινο, ρόδινο ή ακόμα και ερυθρό. Σε περιοχές με ψυχρές κλιματολογικές συνθήκες, το χρώμα μπορεί να είναι σκούρο πράσινο ή βαθύ κόκκινο (Blackman and Eastop 1985).
Οι κεραίες αποτελούνται από 6 άρθρα, το μήκος τους ανέρχεται γύρω στα 2/3 του μήκους του σώματος. Εκφύονται από χαρακτηριστικά προεξέχοντα μετωπικά φυμάτια των οποίων οι εσωτερικές επιφάνειες συγκλίνουν προς το μέσον. Τα σιφώνια είναι αρκετά μακριά, μαύρα στο άκρο τους και ελαφρώς διογκωμένα από τη μέση και πίσω.
Είναι εξαιρετικά πολυφάγο είδος. Προσβάλει περισσότερα από 400 είδη φυτών και ευθύνεται για τη μεταφορά πάνω από 100 ιώσεων στα φυτά.
Έχει ως κύριο ξενιστή τη ροδακινιά, λιγότερο τη μηλοροδακινιά και σπανιότερα άλλα πυρηνόκαρπα όπως τη βερικοκιά. Έχει αναφερθεί επίσης, ότι έχει ένα μεγάλο αριθμό δευτερευόντων φυτών-ξενιστών, πάνω από 110 τα οποία κατατάσσονται σε περισσότερες από 40 οικογένειες. Μεταξύ των δευτερευόντων ξενιστών, περιλαμβάνονται καλλιεργούμενα είδη φυτών με μεγάλη οικονομική σημασία όπως: καπνός, τομάτα, τεύτλα, πατάτα, μαρούλι, σπανάκι κ.α.
Οι αφίδες που ζουν και τρέφονται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων της ακραίας βλάστησης προκαλούν κιτρίνισμα, έντονη συστροφή και παραμόρφωση, ανωμαλίες οι οποίες συνεπάγονται την μη φυσιολογική λειτουργία τους. Σε εντονότερες προσβολές επέρχεται η ξήρανση των φύλλων, η πτώση τους και η παντελής ανάσχεση της ανάπτυξης της ακραίας βλάστησης ή και η ξήρανσή της.
Η μη κανονική ανάπτυξη της ακραίας βλάστησης έχει ιδιαίτερη σημασία για τα μικρής ηλικίας δένδρα, ή δε ζημιά που προξενείτε στα φύλλα των μεγαλύτερης ηλικίας δένδρων μειώνει ποσοτικά και ποιοτικά την αναμενόμενη παραγωγή.
Αλευρώδης Αφίδα της Ροδακινιάς Hyalopterus Amygdali (Blanchard
Το άπτερο παρθενογενετικό θηλυκό είναι μετρίου, μεγέθους, μήκους 2,0-3,0 mm. Έχει σχήμα στενόμακρο, σχεδόν ωοειδές. Χρώμα ωχροπράσινο φέρει όμως κηλίδες που είναι βαθύτερης πράσινης απόχρωσης. Το σώμα καλύπτεται από λευκό κηρώδες επίχρισμα. Νωτιαίος κάθε σωματικού τμήματος διακρίνονται 4 μικρές σχεδόν στρογγυλές κηλίδες στις οποίες υπάρχει σαφώς περισσότερο λευκό επίχρισμα. Οι κηλίδες αυτές σχηματίζουν 4 σχεδόν παράλληλες μεταξύ τους λευκού χρώματος ταινίες κατά μήκος του σώματος, από τις οποίες οι δύο βρίσκονται στη νωτιαία χώρα και συμμετρικά ως προς τον επιμήκη άξονα του σώματος και οι άλλες δύο πλαγίως περιμετρικά.
Έχει ως πρωτεύοντες ξενιστές τη ροδακινιά και την αμυγδαλιά και πολύ λιγότερο τη βερικοκιά (Swirski 1954). Δευτερεύοντες ξενιστές είναι τα καλάμια, Phragmites communis και Arundo donax καθώς και το φυτό Molinia caerulea.
Στις εύκρατες περιοχές ο βιολογικός κύκλος του συμπληρώνεται σε δύο διαφορετικούς ξενιστές (κύριος και δευτερεύων), δηλαδή πολλαπλασιάζεται με κυκλική παρθενoγένεση.
Τα χειμερινά αυγά εναποτίθενται το Φθινόπωρο και κατά προτίμηση στη βάση των οφθαλμών νεαρών κλάδων (συνήθως ενός έτους) στους πρωτεύοντες ξενιστές, κυρίως ροδακινιά και αμυγδαλιά, από τα έμφυλα θηλυκά. Τα αυγά εκκολάπτονται νωρίς την άνοιξη, Μάρτιο με αρχές Απριλίου, ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής. Οι νεοεκκολαπτόμενες νύμφες μετακινούνται και εγκαθίστανται στη κάτω επιφάνεια των νεοεκπτυσσομένων φύλλων όπου αρχίζουν να τρέφονται και αφού συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους καθίστανται ενήλικα. Ακολουθούν γύρω στις 3-4 παρθενογενετικές γενεές κατά τη διάρκεια Απριλίου-Μαΐου.
Οι αφίδες σχηματίζουν στη κάτω επιφάνεια των φύλλων πολυπληθείς και πυκνές αποικίες. Στην αρχή περιορίζονται κατά μήκος του κεντρικού νεύρου και προς το μέρος του μίσχου, αργότερα όμως επεκτείνονται και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του ελάσματος.
Το είδος αυτό δεν προκαλεί έντονες συστροφές και παραμορφώσεις στα φύλλα, όπως το Μ. persicae. Τα φύλλα συνήθως περιτυλίσσονται στον επιμήκη άξονα τους, κατά τη μια ή την άλλη πλευρά και μπορεί να υποστούν ελαφρά πάχυνση και αποχρωματισμό.
Αλευρώδης Αφίδα της Δαμασκηνιάς Hyalopterus pruni (Geoffroy)
Πρόκειται για αφίδα που το σώμα της καλύπτεται από κηρώδη υπόλευκη-λευκογάλανη σκόνη και σχηματίζει πυκνές γκριζόλευκες
αποικίες στην κάτω επιφάνεια των φύλλων χωρίς όμως να προκαλεί έντονη συστροφή τους.
Τα πτερωτά έχουν κεφαλή και θώρακα σκοτεινοκάστανα ως μαύρα και κοιλιά ανοιχτοπράσινη. Τα άπτερα με επίμηκες ωοειδές σώμα, μήκους συνήθως 1,5-2,6 mm ή και λίγο μεγαλύτερο με σχετικά μακριά κοιλιά. Έχουν χρώμα πολύ απαλό πράσινο καλυμμένα με την υπόλευκη σκόνη και έχει εμφανείς τους κοιλιακούς δακτυλίους. Οι κεραίες πιο κοντές από το σώμα, τα σιφώνια σκοτεινότερα ως μαύρα, κοντά και λεπτά και η ουρίτσα πράσινη, κωνική και μακρύτερη από τα σιφώνια (Bodenheimer and Swirski 1957).
Οι πρωτεύοντες ξενιστές είναι δένδρα, καλλιεργούμενα και αυτοφυή που ανήκουν στο γένος Prunus. Σε αυτά περιλαμβάνονται κατά πρώτο η αμυγδαλιά, η δαμασκηνιά η βερικοκιά και η ροδακινιά. Δευτερεύοντες ξενιστές, όπως και στη περίπτωση του Η. amygdalis είναι τα καλάμια, Phragmites communis και Arundo donax.
Το είδος αυτό έχει παρόμοια βιολογία με το προηγούμενο, πλην όμως τα χειμερινά αυγά εναποτίθενται κυρίως στη δαμασκηνιά. Σε περιοχές που ο χειμώνας δεν είναι σχετικά ψυχρός, είναι δυνατό να πολλαπλασιάζεται με μη κυκλική παρθενογένεση. Οι Bodenheimer και Swirski (1957) αναφέρουν ότι στη παραλιακή ζώνη στο Ισραήλ, το Η. pruni μπορεί να πολλαπλασιάζεται όλο το χρόνο πάνω σε Phragmites communis και Arundo donax.
Το Η. pruni δεν προκαλεί έντονες συστροφές και παραμορφώσεις στα φύλλα, όπως προκαλεί το Μ. persicae. Η συμπτωματολογία της προσβολής μοιάζει με εκείνη που προκαλείται από το Η. amygdali και συνίσταται σε περιέλιξη των φύλλων κατά τον επιμήκη άξονα τους, είναι δε δυνατόν να εμφανίσουν ελαφρά πάχυνση και να αποκτήσουν ωχροπράσινο χρώμα. Στην κάτω επιφάνεια των φύλλων οι αφίδες μπορεί να σχηματίσουν πολυπληθείς και πυκνές αποικίες. Η παρουσία άφθονων μελιτωδών εκκρίσεων στην πάνω επιφάνεια των φύλλων, όταν οι πληθυσμοί είναι μεγάλοι, είναι έντονη.
Λεκάνιο της Ροδακινιάς Eulecanium corni – Eulecanium persicae
Τα δύο είδη έχουν αρκετές ομοιότητες. Διακρίνονται όμως για τις μεγαλύτερες διαστάσεις του δευτέρου, 4 -6mm το πρώτο, 6- 8mm το δεύτερο.
Διανύουν τον Χειμώνα ως νύμφες 2ης ηλικίας πάνω σε κλάδιά. Την Άνοιξη, μετά από την δεύτερη έκδυση φθάνουν στην ωριμότητα και το Μάιο εναποθέτουν παρθενογενετικά ένα μεγάλο αριθμό αυγών κάτω από το σώμα τους που γίνεται κοίλο. Οι νύμφες μεταφέρονται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων. Το Φθινόπωρο πριν από την πτώση των φύλλων μετακινούνται στους κλάδους των δένδρων. Το E. corni έχει μία γενιά το έτος.
Επεμβαίνουμε μετά την πτώση των φύλλων με methidathion ή όταν “φουσκώνουν” οι οφθαλμοί με πολυφοσφωρικό βόριο
Βαμβακάδα ή Άσπρη ψώρα της ροδακινιάς Pseudaulacaspis pentagona Targioni-Tozzetti
Τα σκληρά ασπίδια των θηλυκών είναι κυκλικά, διαμέτρου 2-2,4 mm, κιτρινωπά των ανηλίκων και υπόλευκα-γκριζόλευκα με έκκεντρα κίτρινα προνυμφικά εκδύματα των ενηλίκων. Το σώμα τους κάτω από το ασπίδιο είναι λαμπερό κίτρινο έως πορτοκαλί, πεπλατυσμένο, ωοειδές σχεδόν πενταγωνικό, μήκους 1-1,8 mm. Το πυγίδιο είναι λίγο πιο σκούρο με 2 τριγωνικούς μεσαίους λοβούς με πριονωτή παρυφή και 2 ζεύγη μικρότερους πλευρικούς. Γύρω από το γεννητικό άνοιγμα υπάρχουν 5 ομάδες κηρογόνοι δίσκοι Τα ασπίδια των ανήλικων αρσενικών είναι στενόμακρα, μήκους 0,9 mm, λευκά με κιτρινωπό προνυμφικό έκδυμα στην άκρη τους. Το ενήλικο αρσενικό πτερωτό, πορτοκαλί ως ρόδινο με μακρύ στύλο σύζευξης. Τα αυγά λευκά όσα θα δώσουν θηλυκά άτομα ή ερυθροπορτοκαλί όσα θα δώσουν αρσενικά (Τζανακάκης & Κατσόγιαννος, 1998).
Είναι ο δεύτερος σε σημασία εχθρός της ροδακινιάς και νεκταρινιάς μετά τα λεπιδόπτερα. Προσβάλει ακτινιδιά, μουριά καθώς επίσης και άλλα δένδρα όπως τη δαμασκηνιά, την αμυγδαλιά, καρποφόρα, δασικά καθώς και θάμνους. Δημιουργεί σοβαρές προσβολές σε ροδακινιές της Βορείου και Κεντρικής Ελλάδας.
Έχει κατά κανόνα στη χώρα μας 3 γενιές το χρόνο. Διαχειμάζει σαν γονιμοποιημένο θηλυκό στο φλοιό των δένδρων. Δραστηριοποιείται την άνοιξη και ωοτοκεί από τον Απρίλιο έως και το Μάιο. Από την ημερομηνία της πρώτης εναπόθεσης αυγών σε 2 περίπου εβδομάδες εμφανίζονται οι πρώτες νεαρές κινητές-έρπουσες νύμφες (Κυπαρισούδας, 1992) που διασπείρουν την προσβολή για 6 εβδομάδες και είναι πολύ ευαίσθητες στους ψεκασμούς. Το αργότερο σε 2 ημέρες εγκαθίστανται σε κάποιο σημείο όπου αρχίζουν να μυζούν χυμό και να σχηματίζουν ασπίδιο.
Εγκαθίσταται κυρίως σε βλαστούς και κλαδιά, σπανιότερα σε καρπούς και ακόμα πιο σπάνια σε φύλλα. Με τη μύζηση τα δένδρα εξασθενούν και η παρουσία του υποβαθμίζει τους καρπούς γιατί ακόμα και μετά την απομάκρυνση των ασπιδίωνεξακολουθούν να παραμένουν κόκκινες κηλίδες.
Ψώρα Του Σαν Ζοζε Quadraspidiotus perniciosus
Τα σκληρά ασπίδια είναι των μεν ανήλικων θηλυκών περίπου κυκλικά, ενώ των αρσενικών στενόμακρα-ωοειδή, σταχτόχρωμα με το νυμφικό έκδυμα στο ένα άκρο. Των ενηλίκων θηλυκών είναι κυκλικά, κυρτά, σταχτί έως σκούρα τεφρά με υποκίτρινα υπολείμματα των νυμφικών εκδύσεων κοντά στο κέντρο. Σε μεγέθυνση θυμίζουν ηφαίστεια. Το ασπίδιο των αρσενικών μήκους 1,1-1,5 mm. Η διάμετρος του ασπιδίου των ενηλίκων θηλυκών είναι περίπου 1,5-2,1 mm (συνήθως 1,6-1,8 mm) και το σώμα τους κάτω από το ασπίδιο είναι λαμπερό κίτρινο ωοειδές μήκους σχεδόν 1 mm με σμηριγγοειδή στοματικά μόρια και ατροφικά πόδια, ενώ στερούνται κοιλιακού υμενίου.
Είδος διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο. Προσβάλλει πολλά είδη καρποφόρων, δασικών, καλλωπιστικών δένδρων και θάμνων. Κυρίως μηλιά, αχλαδιά, μουσμουλιά, δαμασκηνιά, όψιμες ποικιλίες ροδακινιάς και νεκταρινιάς και κατά δεύτερο λόγο αμυγδαλιά, κερασιά, βυσσινιά, αγριοαχλαδιά, τσαπουρνιά.
Έχει κατά κανόνα στη χώρα μας 3 μερικώς αλληλοεπικαλυπτόμενες γενιές και μπορεί να συμπληρώσει μερικώς ή πλήρως και 4η γενιά σε θερμές χρονιές και περιοχές. Στις αποικίες του εντόμου συνυπάρχουν νύμφες και ενήλικα. Διαχειμάζει κυρίως σαν ανήλικο θηλυκό με σκούρο ασπίδιο προσκολλημένο στους κλάδους και στον κορμό προσβεβλημένων δένδρων με το ρύγχος βυθισμένο στους ιστούς αλλά σε διάπαυση χωρίς να απομυζά χυμούς.
Προσβάλει σχεδόν όλα τα μέρη των δένδρων Στα νεαρά κλαδιά φαίνονται πάνω στο ξύλο, όταν αφαιρεθεί ο φλοιός κόκκινα στίγματα. Κοκκινωπές κηλίδες προκαλεί επίσης το έντομο και στους καρπούς, ιδιαίτερα των μήλων ,αχλαδιών, νεκταρινιών. Οι καρποί υποβαθμίζονται ποιοτικά και μοιάζουν σαν «βλογιοκομμένοι», λόγω του ότι η ψώρα προκαλεί χαρακτηριστικές μικρές κηλίδες μεγέθους φακής που περιβάλλουν κάθε σημείο προσβολής, ερυθρές σε ανοιχτόχρωμους καρπούς ή ανοιχτόχρωμες σε σκουρόχρωμους.
Οπλοκάμπη της δαμασκηνιάς Hoplocampa flava Hoplocampa minuta
Το Η. flava ενήλικο είναι κίτρινο σχεδόν στο σύνολο του και μήκους 4 – 5 mm
Το ενήλικο του H. minuta είναι μαύρο λαμπερό, μήκους 3 – 4 mm.
Οι κεραίες τους νηματοειδείς και τα πτερά τους μεμβρανώδη.
Η προνύμφη κυλινδρική ελαφρά κυρτωμένη, λευκή έως κιτρινοπράσινη, μήκους 9-11 mm.
Το αυγό λευκό-διαφανές, επίμηκες σε σχήμα φασολιού.
Είναι δύο είδη που προσβάλουν τη δαμασκηνιά στη Νότια Ευρώπη
Η Η. minuta είναι περισσότερο διαδεδομένη ενώ η Η. flava προτιμά θερμότερες περιοχές.
Και τα δύο έντομα προσβάλουν τη δαμασκηνιά. Αναφέρεται ότι η Η.flava προσβάλλει σπανιότερα βερικοκιά, κερασιά, και βυσσινιά.
Έχουν 1 γενιά το χρόνο. Διαχειμάζουν ως ανεπτυγμένη προνύμφη, σε καστανό βομβύκιο στο έδαφος. Τα ενήλικα εμφανίζονται πολύ νωρίς την άνοιξη και τα θηλυκά στις 2 εβδομάδες ζωής τους τρέφονται στα άνθη με γύρη και νέκταρ (όχι με χαμηλές θερμοκρασίες)
Παράγουν συνολικά 50-60 αυγά που εναποθέτουν από 1-4 στα σέπαλα ή στην ανθοδόχη. Οι προνύμφη, που εκκολάπτεται όταν έχει πια δημιουργηθεί ο νεαρός καρπός, εισχωρεί στην ωοθήκη, όπου ορύσσει μικρή στοά και την καταστρέφει. Στη συνέχεια μπαίνει σε άλλο γειτονικό καρπό όπου ορύσσει στοά στο εσωτερικό του και προκαλεί την πτώση του.
Μια προνύμφη μπορεί να καταστρέψει από 4 έως 5 καρπούς. Όταν συμπληρώσει την ανάπτυξη της μπαίνει στο έδαφος όπου υφαίνει το βομβύκιο στο οποίο θα μείνει ως την επόμενη άνοιξη.
Οι προνύμφες ορύσσουν στοές προκαλώντας πρόωρη καρπόπτωση.
Φυλλοδέτης ή Πράσινο σκουλήκι οπωροφόρων Adoxophyes orana (Fischervon )
Ακμαίο: Υπάρχει πολύ έντονος φυλετικός διμορφισμός ως αναφορά τα χρώματα και το μέγεθος. Το αρσενικό παρουσιάζει άνοιγμα πτερύγων που κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20 mm, ενώ εκείνο του θηλυκού είναι μεταξύ 19 και 22 mm. Οι πρόσθιες πτέρυγες του αρσενικού έχουν χρώμα κίτρινο, ωχρό-κοκκινωπό με ένα σχέδιο κόκκινο καφέ διάκριτο και συνεκτικό, ενώ στα θηλυκά είναι καφέ μαύρο με ένα σχέδιο πιο ανοιχτόχρωμο, που περιορίζεται συχνά σε μια γραμμή
σκούρα και λοξή. Οι οπίσθιες πτέρυγες έχουν χρώμα γκρίζο ανοιχτό στο αρσενικό και γκρίζο σκούρο στο θηλυκό.
Αυγό: Έχουν σχήμα φακοειδές. Κάθε θηλυκό μπορεί να γεννήσει μέχρι 400 αυγά, σε ωοπλάκες μικρού αριθμού (4-16 ωά). Αμέσως μετά την ωοτοκία έχουν χρώμα κίτρινο λεμονιού και στη συνέχεια φαίνονται σαν μικρές κίτρινες γυαλιστερές κηλίδες. Τοποθετούνται συνήθως στην επάνω επιφάνεια των φύλλων στη μηλιά και στην κάτω επιφάνεια στην αχλαδιά, ροδακινιά, δαμασκηνιά κ.λ.π.
Πολυφάγο μικρολεπιδόπτερο.. Στη χώρα μας διαπιστώθηκε πρώτη φορά στην περιοχή της Νάουσας το 1985 και έκτοτε παρατηρείται στην Κεντρική & Δυτική Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο.
Σήμερα παρουσιάζεται ως σημαντικός εχθρός της ροδακινιάς και τελευταία και της κερασιάς.
Συναντάται επίσης και σε πολλά ποώδη φυτά
Στην πεδινή ζώνη της Κεντρικής Μακεδονίας παρατηρούνται 4 πτήσεις το χρόνο. Διαχειμάζει ως προνύμφη 3ου σταδίου μέσα σε διπλό μετάξινο ιστό όπου
υφαίνει, στις σχισμές του φλοιού, στα λέπια των οφθαλμών και σε πεσμένα φύλλα στο έδαφος. Οι προνύμφες αυτές (διαχειμάζουσες) εξέρχονται προς τα τέλη Μαρτίου-αρχές Απριλίου και τρέφονται με εκπτυσσόμενους οφθαλμούς και τρυφερά φύλλα των δένδρων.
Οι προνύμφες εκτός από τα φύλλα προσβάλουν και τους καρπούς προκαλώντας επιφανειακά δαγκώματα κοντά στον ποδίσκο ή στα σημεία επαφής των φύλλων και καρπών.
Οι ζημιές στη βλάστηση είναι πρακτικά ασήμαντες, ενώ στους καρπούς μπορεί να είναι σοβαρές (60-70%). Οι προσβολές από τη δεύτερη γενεά είναι συνήθως υπό μορφή στιγμάτων βάθους 5-6mm. Όπου ο πληθυσμός είναι υψηλός, μπορούν να εκδηλωθούν σημαντικές ζημιές, την άνοιξη, ακόμη και από τις προνύμφες που έχουν διαχειμάσει, εις βάρος κυρίως των οφθαλμών και των βλαστών. Μπορούν επίσης να εκδηλωθούν ζημιές σε καρπούς μετά τη συλλογή, από τις προνύμφες που παρέμειναν κρυμμένες στην κοιλότητα του ποδίσκου.
Ανάρσια ή βλαστορύκτης της ροδακινιάς Anarsia Iίneatella (Zeller)
Ακμαίο: Έχει μήκος 7 – 8 mm και άνοιγμα πτερύγων 14 – 18 mm. Το σώμα του είναι σκοτεινότεφρο, οι πρόσθιες πτέρυγες λογχοειδείς, σκοτεινοκάστανες, καμιά φορά σχεδόν μαύρες με ανοιχτοκάστανες κηλίδες. Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι πιο ανοιχτόχρωμες καστανότεφρες ή ερυθροκάστανες και έχουν την κορυφή τους μυτερή. Τα άτομα που προέρχονται από προνύμφες που έχουν τραφεί από βλαστούς παρουσιάζουν συνήθως, μικρότερες διαστάσεις σε σχέση με εκείνα, που στο στάδιο της προνύμφης, αναπτύχθηκαν στους καρπούς της ροδακινιάς
Όταν το έντομο αναπαύεται, κρατά τις πτέρυγες ακουμπισμένες κατά μήκος του σώματος, προσλαμβάνοντας μια χαρακτηριστική μορφή, οι πτέρυγες είναι σε σχήμα στέγης πάνω από το σώμα του, αλλά όχι τελείως κλειστές.
Προσβάλλει κυρίως τη ροδακινιά, τη βερικοκιά και την αμυγδαλιά και δευτερευόντως τη δαμασκηνιά, την κερασιά, τη μηλιά και την αχλαδιά. Στην περιοχή ΚΔ Μακεδονίας είναι σοβαρότερος εχθρός για τη ροδακινιά από την καρπόκαψα
Η ανάπτυξη των προνυμφών μπορεί να γίνει εις βάρος των πυρηνοκάρπων όπως ροδακινιάς, βερικοκιάς, δαμασκηνιάς και αμυγδαλιάς, αλλά σημειώνονται σποραδικές ζημιές και στη μηλιά και αχλαδιά.
Στη ροδακινιά, η οποία αντιπροσωπεύει το φυτό ξενιστή, που προτιμάει περισσότερο, οι προνύμφες της ανάρσιας αναπτύσσονται τόσο στους νεαρούς βλαστού ς όσο και τους καρπούς.
Για τη βερικοκιά, αποτελεί ένα από τους σοβαρότερους εχθρούς.
Το έντομο διαχειμάζει ως προνύμφη 2ου σταδίου σε στοά διαχείμασης (hibernaculum) που ορύσσει στο φλοιό, στη μασχάλη κλαδίσκων 2-3 ετών. Στην οπή της στοάς συσσωρεύονται ρινίσματα και αποχωρήματα και δημιουργούν εξέχοντα σωληνίσκο, την καπνοδόχο 4-5 εκ. (παρατηρήθηκε στο Βελβεντό Κοζάνης). Η στοά διαχείμασης μπορεί να διανοιχθεί και στο κορυφαίο τμήμα του βλαστού Η δραστηριοποίηση των προνυμφών αρχίζει νωρίς με την έκπτυξη των βλαστοφόρων οφθαλμών της ροδακινιάς; (στάδιο «G» στις πρωϊμανθείς ποικιλίες και «Ε», «F» στις οψιμανθείς). Η προνύμφη εισέρχεται στο κορυφαίο τμήμα νεαρών βλαστών και ανοίγει στοά ανιούσα, η οποία προκαλεί μάρανση της κορυφής (η καρπόκαψα προσβάλλει τη ροδακινιά αργότερα, σε βλαστούς 15-20 εκ. και η στοά είναι κατιούσα).
Οι ζημιές που προκαλούνται από την Ανάρσια είναι σοβαρές στα φυτώρια γιατί προσβάλλονται τα αναπτυσσόμενα εμβόλια σταματά η ανάπτυξη της κορυφής και αναπτύσσονται πλάγιοι βλαστοί
Στους καρπούς οι ζημιές είναι πολλές φορές σοβαρές αλλά στις όψιμες ποικιλίες.
Καρπόκαψα της ροδακινιάς Grapholitha molesta Cydia molesta (Busck)
Ακμαίο: έχει άνοιγμα πτερύγων 10-15 mm . Οι πρόσθιες πτέρυγες έχουν χρώμα καφέ-γκριζωπό και η μορφή του συνολικά είναι παρόμοια με εκείνη των άλλων ειδών της ίδιας οικογένειας και συγκεκριμένα της Cydia funebrana, που προσβάλλει τη δαμασκηνιά.
Αυγό: ωοειδούς σχήματος. τοποθετείται στους φυτικούς ιστούς (κλαδίσκους, φύλλα, καρπούς) με λεία επιφάνεια, παρουσιάζει μια διάφανη μορφή και έχει μήκος περίπου 1χ O,9mm.
Προνύμφη έχει μήκος 10-12 mm και χρώμα υποκίτρινο προς ρόδινο, με εδρική πλάκα και πρόνωτο χρώματος καφέ ανοιχτού. Το χρώμα των προνυμφών που έχουν διαχειμάσει τείνει περισσότερο προς το κίτρινο.
Προσβάλλει τους βλαστούς και τους καρπούς των πυρηνοκάρπων, κυρίως της ρoδακινιάς και δευτερευόντως της βερικοκιάς, δαμασκηνιάς και αμυγδαλιάς αλλά και των γιγαρτοκάρπων (κυδωνιάς, αχλαδιάς, μηλιάς) σπανιότερα.
Διαχειμάζει ως ανεπτυγμένη προνύμφη στα ρυτιδώματα του κορμού, κάτω από τους ξερούς φλοιούς καθώς και σε άλλα προστατευόμενα μέρη.
Η προνύμφη της καρπόκαψας της ροδακινιάς μοιάζει με αυτή της καρπόκαψας της μηλιάς. Διακρίνεται όμως από αυτήν από την παρουσία πυγαίου κτενιού αποτελούμενου από 5 συνήθως ακανθώδεις τρίχες που προεξέχουν από το σκληρίτη του πυγιδίου.
Η έξοδος των ενηλίκων γίνεται στις αρχές Απριλίου και συμπίπτει με την αρχή της έκπτυξης των φύλλων της ροδακινιάς (βλαστικό στάδιο «G»).
Οι ζημιές που προκαλούνται από την καρπόκαψα της ροδακινιάς στην περιοχή της ΚΔ Mακεδονίας είναι μικρότερης σημασίας από αυτές της ανάρσιας. Επειδή τα έντομα συνυπάρχουν και καταπολεμούνται με τα ίδια φυτοπροστατευτικά, η καταπολέμηση γίνεται συνδυασμένα και με κέντρο βάρους την εξέλιξη της βιολογίας της ανάρσια
Οι ζημιές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες
Α. Αυτές που οφείλονται στη ξήρανση των βλαστών
Β. Αυτές που οφείλονται στη προσβολή των καρπών
Στην πράξη οι πρώτες δεν είναι σημαντικές εκτός αν πρόκειται για δενδρύλλια φυτωρίων. Οι ζημιές όμως που προκαλούνται στους καρπούς είναι σοβαρές .Τα πρώιμα ροδάκινα αποφεύγουν κατά μεγάλο μέρος την προσβολή αλλά τα όψιμα προσβάλλονται όσο οψιμότερη είναι η ωρίμανση τους.
Καρπόκαψα της δαμασκηνιάς Cydia funebrana ( Treitschke)
Ακμαίο: Έχει άνοιγμα πτερύγων 13-15mm. Οι πρόσθιες πτέρυγες έχουν χρώμα καφέ-γκριζωπό. Στο σύνολο του είναι παρόμοιο, με άλλα είδη της ίδιας οικογένειας, συγκεκριμένα με την Cydiα molestα, η οποία ζημιώνει περισσότερο τη ροδακινιά. Για μια σίγουρη αναγνώριση, στην περίπτωση που βρισκόμαστε κοντά σε ροδακινεώνα και φυτείες δαμασκηνιάς είναι σκόπιμη η εξέταση του γεννητικού συστήματος του αρσενικού.
Αυγό:. Φακοειδούς σχήματος, μεγέθους περίπου 0,6 χ 0,7mm. Τοποθετείται μεμονωμένο στους φυτικούς ιστούς (κυρίως καρπούς, αλλά και σε φύλλα δαμασκηνιάς). Κατά την εναπόθεση έχει χρώμα διάφανο ενώ στη συνέχεια γίνεται κιτρινωπό.
Προνύμφη:. Έχει μήκος 11-15mm και χρώμα κόκκινο ζωηρό στη νωτιαία περιοχή, με την εδρική πλάκα και την προθωρακική πλάκα καφέ σκούρα, παρουσιάζει σχήμα που στενεύει φανερά στο πρόσθιο και οπίσθιο τμήμα.
Προτιμά περισσότερο τη δαμασκηνιά (Prunus domesticα) και Ρ. insititia. Οι προνύμφες εντοπίστηκαν περιστασιακά και σε άλλα πυρηνόκαρπα όπως ροδακινιά, βερικοκιά και κερασιά, πάντα επάνω στους καρπούς.
Στις βόρειες περιοχές συμπληρώνει 1-2 γενεές το έτος ενώ στις νότιες 3
Διαχειμάζει ως ώριμη προνύμφη μέσα στο βομβύκιο σε ρωγμές στο φλοιό ή μέσα στο έδαφος. Η πρώτη πτήση των ακμαίων ξεκινά από τα μέσα Απριλίου-αρχές Μαΐου (βόρειος Ιταλία). Η δραστηριότητα των ακμαίων επικεντρώνεται κυρίως, ακριβώς τις ώρες πριν την ανατολή του ηλίου.
Τα αυγά τοποθετούνται μεμονωμένα πάνω στη βλάστηση κατά προτίμηση στους καρπούς ή στα φύλλα. Κάθε θηλυκό γεννά ορισμένες δεκάδες αυγών.
Έρευνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθιστούν την C. funebrαnα το έντομο “κλειδί” για τη δαμασκηνιά, της οποίας προσβάλλει τους καρπούς. Στην περίπτωση της χαμηλής καρποφορίας η πτώση των μικρών καρπών δημιουργεί ανησυχίες, ενώ προβλήματα μεγαλύτερης σημασίας παρατηρούνται εις βάρος των ώριμων καρπών, Οι γενεές δεν διαχωρίζονται καθαρά και είναι συνηθισμένο να βρίσκoυμε σε όλη την περίοδο του καλοκαιριού προνύμφες σε δράση μαζί με τα ακμαία.