Συμπτώματα ανεπάρκειας θρεπτικών συστατικών, φυσιολογικές ανωμαλίες της Πιπεριάς
Πηγές:
Σοβαρότερες ασθένειες
• Αλτερναρίωση στελέχους
• Βοτρύτης
• Κλαδοσπορίωση
• Περονόσπορος
• Ωίδιο
Αλτερναρίωση στελέχους πιπεριάς
Alternaria solani.
Αυτός ο ατελής μύκητας είναι πολύ συνηθισμένος, προκαλεί απώλειες φύλλων στις θερμές ημέρες του καλοκαιριού και μπορεί να μπερδευτεί με τον περονόσπορο.
Συμπτώματα
Στα φύλλα εμφανίζονται χλωρώσεις γωνιώδεις και ακανόνιστες.
Εντονότερα είναι τα συμπτώματα στην πιπεριά και στην πιπεριά ενώ ανοιχτοκίτρινες κηλίδες προκαλούνται στη μελιτζάνα και το αγγούρι.
Οι κηλίδες αργότερα γίνονται νεκρωτικές.
Η εξάνθιση του μύκητα εμφανίζεται και στις δύο επιφάνειες του φύλλου (λευκό χνούδι), πρώτα όμως στην κάτω επιφάνεια.
Στην πιπεριά και στη μελιτζάνα προκαλείται επιπλέον κατσάρωμα των φύλλων και πτώση τους.
Η ευαισθησία των φυτών αυξάνεται με την ηλικία τους, ενώ τα νεαρά φυτά παρουσιάζουν ανεκτικότητα.
Η ασθένεια εμφανίζεται συνηθέστερα στο φύλλωμα.
Παθογόνο – Συνθήκες ανάπτυξης
Η ασθένεια προκαλείται από τον μύκητα Leveillula taurica (ατ. μορφή Oidiopsis taurica).
Πρόκειται για υποχρεωτικό παράσιτο, που μολύνει από τα στομάτια.
Εισέρχεται μέσα στους ιστούς και αναπτύσσεται ενδοφυτικά στο μεσόφυλλο.
Από εκεί αναπτύσσονται οι κονιδιοφόροι, που εμφανίζονται ως λευκή εξάνθιση.
Αυτοί παράγουν τα σπόρια του μύκητα (κονίδια) που είναι ξηροσπόρια, μεταφέρονται με τον άνεμο και για να βλαστήσουν δεν απαιτούν υψηλές συνθήκες υγρασίας.
Γι’ αυτό και το ωίδιο είναι διαδεδομένη ασθένεια και σε σχετικά ξηροθερμικές συνθήκες σε σύγκριση με άλλα παθογόνα.
Τα κονίδια εξαπλώνουν την ασθένεια και σε υγιή φυτά.
Η βλάστηση των σποριών και η διείσδυσή τους μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα σε 3 ώρες.
Αντιμετώπιση
Ο μύκητας Leveillula taurica θεωρείται «δύσκολο» παθογόνο γιατί αναπτύσσεται μέσα στους ιστούς (ενδοφυτικά). Γι’ αυτό για την αντιμετώπισή του συστήνεται επέμβαση έγκαιρα μόλις εμφανιστεί η ασθένεια κυρίως με κατάλληλα, διασυστηματικά σκευάσματα, που να μπορούν να διεισδύουν μέσα στους φυτικούς ιστούς.
Βοτρύτης
Ο βοτρύτης είναι ευρύτατα διαδεδομένος μύκητας.
Προσβάλλει πάρα πολλές καλλιέργειες και αποτελεί σοβαρό πρόβλημα και πραγματική απειλή για την εμπορεύσιμη παραγωγή.
Εκτός από τις ποσοτικές απώλειες υποβαθμίζει και την ποιότητα των προϊόντων, ενώ ζημιώνει την παραγωγή και μετασυλλεκτικά κατά την αποθήκευση και την μεταφορά.
Αποτελεί πρόβλημα ιδιαίτερα για τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αλλά και για τις υπαίθριες.
Συμπτώματα
Προκαλούνται στην αρχή καστανές υδατώδεις εκτεταμένες κηλίδες, που μπορεί να εξελιχθούν σε νεκρώσεις.
Χαρακτηριστική είναι η γκρίζα εξάνθιση (χνούδι) του μύκητα στα προσβεβλημένα όργανα.
Προσβάλλει όλα τα μέρη των φυτών (φύλλα, στελέχη, άνθη, καρπούς) και σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους.
Ο βοτρύτης μπορεί να αναπτυχθεί και σαπροφυτικά σε υπολείμματα της καλλιέργειας και σε νεκρά μέρη των φυτών και από εκεί να μολύνει γειτονικούς υγιείς ιστούς.
Παθογόνο – Συνθήκες ανάπτυξης
Ο μύκητας είναι περισσότερο γνωστός με την ατελή του μορφή, ως Botrytis cinerea (Αδηλομύκητας) και με την εξάνθιση γκρίζου χρώματος (ασθένεια «τεφρά σήψη»).
Σχηματίζει κονιδιοφόρους με μακρύ ποδίσκο και υαλώδη κονίδια σε σχηματισμό βότρυ στις διακλαδώσεις.
Στους προσβεβλημένους ιστούς μπορεί να σχηματιστούν επίσης τα μαύρα σκληρώτια του μύκητα.
Τα κονίδιά του βλαστάνουν σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών (από 1-30 oC) αν και η ιδανική θερμοκρασία είναι 18 oC.
Είναι ξηροσπόρια και μεταφέρονται κυρίως με τον άνεμο.
Απελευθερώνονται με έναν υγροσκοπικό μηχανισμό, γι’ αυτό αφθονούν όταν υπάρχουν απότομες μεταβολές της υγρασίας στη διάρκεια της ημέρας.
Για την βλάστησή τους όμως είναι απαραίτητη η ύπαρξη σταγόνας νερού ή πολύ υψηλής σχετικής υγρασίας (τουλάχιστον 90%).
Σε θερμοκρασίες 15-20 oC και παρουσία νερού ή υψηλής σχετικής υγρασίας (βροχή ή παρατεταμένος υγρός καιρός) η ανάπτυξη του μύκητα είναι πολύ γρήγορη και η μόλυνση ολοκληρώνεται μέσα σε λίγες ώρες.
Με την βοήθεια της πλάκας προσκολλήσεως (appressorium) το ράμφος μόλυνσης διαπερνά την εφυμενίδα και την επιδερμίδα των φυτικών κυττάρων.
Στην φάση αυτή ο μύκητας παράγει ένζυμα που λύνουν την συνέχεια των φυτικών κυττάρων και διευκολύνουν την διείσδυσή του.
Ο μύκητας εισέρχεται και μολύνει επίσης από τα άνθη.
Ο βοτρύτης μπορεί να εμφανισθεί δευτερογενώς μετά από προσβολές από έντομα ή από φυσικές ζημιές, π.χ. από χαλάζι, διεισδύοντας από τους ήδη τραυματισμένους ιστούς (οι πληγές των ιστών αποτελούν πύλες εισόδου του βοτρύτη).
Η τέλεια μορφή του μύκητα Botryotinia fuckeliana ή Sclerotinia fuckeliana αναπτύσσεται από σκληρώτια που βλαστάνουν υπό ειδικές συνθήκες και σχηματίζουν αποθήκια.
Ο μύκητας διαχειμάζει είτε με τη μορφή σκληρωτίων στο έδαφος ή ως σαπροφυτικό μυκήλιο σε νεκρά υπολείμματα καλλιέργειας ή σε διάφορους ξενιστές.
Το βασικό μέσο πρόκλησης μολύνσεων είναι τα μακροκονίδια και το μυκήλιο, ενώ δευτερευόντως τα ασκοσπόρια.
Τα μακροκονίδια χρειάζονται την παρουσία νερού για να βλαστήσουν και δεν επιζούν για πολύ.
Φυτικοί ιστοί υδαρείς, περίσσεια αζωτούχου λίπανσης, υψηλή πυκνότητα φύτευσης και κακός αερισμός της φυτείας ή μέσα στο θερμοκήπιο, είναι παράγοντες που αυξάνουν την ευαισθησία των φυτών και τις προσβολές από τον βοτρύτη.
Αντιμετώπιση
Ο βοτρύτης (ή σαπίλα) είναι αναμφίβολα πραγματική απειλή για την εμπορεύσιμη παραγωγή, ιδιαίτερα για τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες.
Αυτό γιατί από τη μία η ασθένεια αναπτύσσεται πολύ γρήγορα και από την άλλη η αντιμετώπισή της δεν είναι εύκολη.
Η παραμικρή καθυστέρηση από την έγκαιρη επέμβαση του βοτρύτη, συνήθως έχει δυσανάλογα σοβαρές επιπτώσεις (απώλεια παραγωγής, δυσκολία αντιμετώπισης, περιορισμένη επιτυχία, παραμονή της ασθένειας σε εστίες μέσα στο θερμοκήπιο και επαναμόλυνση, ανάγκη για περισσότερους και συχνότερους ψεκασμούς, υψηλότερο κόστος).
Με δυο λόγια ο βοτρύτης, ειδικά μέσα στο θερμοκήπιο, είναι ένα ιδιαίτερο πρόβλημα, στο οποίο επιβάλλεται να δίνουμε ξεχωριστή προσοχή.
Γενικά συστήνεται για την ορθολογική αντιμετώπιση του βοτρύτη και πρόληψη εμφάνισης ανθεκτικότητας από τον μύκητα να εναλλάσσονται στους ψεκασμούς μυκητοκτόνα με διαφορετικό τρόπο δράσης και από διαφορετικές ομάδες, να γίνεται καλός ψεκασμός, να εφαρμόζονται οι συνιστώμενες δόσεις και να τηρούνται οι οδηγίες που αναγράφονται στη συσκευασία.
Κλαδοσπορίωση
Η ασθένεια εμφανίζεται συνήθως στις θερμοκηπιακές, μη θερμαινόμενες καλλιέργειες πιπεριάς και πιπεριάς. Η κλαδοσπορίαση οφείλεται στο μύκητα Cladosporium herbarum. Η ασθένεια ευνοείται από υψηλή υγρασία (άριστη υγρασία μεγαλύτερη από 95%) και θερμοκρασία(άριστη 22-24 C).
Ο μύκητας επιβιώνει ως σαπρόφυτο στα υπολείμματα της καλλιέργειας και στο με τη μορφή κονιδίων ή σκληρωτίων.
Τα κονίδια του παθογόνου μεταφέρονται κυρίως με τον άνεμο και τη βροχή (φυσική ή τεχνητή) και μπορούν να επιβιώσουν για ένα χρόνο τουλάχιστον.
Άλλοι τρόποι μεταφοράς των μολυσμάτων είναι τα ρούχα των εργατών, τα καλλιεργητικά εργαλεία και τα έντομα, ενώ σε μεγάλες αποστάσεις το παθογόνο μεταφέρεται με το σπόρο.
Συμπτώματα
Η ασθένεια προσβάλει μόνο τα φύλλα, στην πάνω επιφάνεια των οποίων προκαλεί ακανόνιστες ή κυκλικές κηλίδες με ασαφή όρια και χρώμα κιτρινοπράσινο.
Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται αρχικά στα κατώτερα φύλλα των φυτών.
Με την πάροδο του χρόνου οι κηλίδες γίνονται νεκρωτικές, ενώ η κάτω επιφάνεια τους καλύπτεται με ελαιοκαστανή εξάνθηση, που είναι οι κονιδιοφόροι και κονίδια του μύκητα.
Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, οι κηλίδες επεκτείνονται και καταλαμβάνουν μεγάλο τμήμα της επιφάνειας του φύλλου, που τελικά μαραίνεται, ξηραίνεται και πέφτει.
Παθογόνο – Συνθήκες ανάπτυξης
Η ασθένεια οφείλεται στο μύκητα Cladosporium herbarum Mycorellosiella fulva.
Μολύνει από τα στομάτια των φύλλων και αναπτύσσεται μέσα στους ιστούς, κατά προτίμηση στο σπογγώδες μεσόφυλλο.
Τα κονίδια (σπόρια) του μύκητα βλαστάνουν όταν βρεθούν σε επαφή με την φυλλική επιφάνεια.
Η μόλυνση και η ανάπτυξη της ασθένειας ευνοείται με υγρασία και σχετικά υψηλές θερμοκρασίες (περ. 20 oC).
Στα πρώτα στάδια της προσβολής η ασθένεια δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή.
Αντιμετώπιση
Για την αντιμετώπιση του παθογόνου συνιστάται η εφαρμογή μέτρων που μειώνουν την υγρασία και θερμοκρασία στο θερμοκήπιο (π.χ. καλός αερισμός, αραιή φύτευση, πότισμα τις πρωινές ώρες κ.λπ.). Επιπλέον θα πρέπει να απομακρύνονται και να καταστρέφονται τα φυτικό μέρη ή ολόκληρα τα φυτά αμέσως μόλις εμφανιστούν συμπτώματα της ασθένειας. Τέλος, πολύ αποτελεσματικοί εναντίον της ασθένειας είναι οι ψεκασμοί των φυτών με chlorothalonil 50 % SL, chlorothalonil 50 % SC, χαλκό (οξυχλωριούχο) 50 % WP, χαλκό (υδροξείδιο) 50 % WP κ.α. ( Πίνακας 4 ). Οι ψεκασμοί θα πρέπει να γίνονται σύμφωνα με τις οδηγίες των παρασκευαστών.
Περονόσπορος
Ο Περονόσπορος της πιπεριάς οφείλεται στο μύκητα Phytophthora infestans.
Προσβάλλει όλα τα εναέρια όργανα του φυτού σε όλα τα στάδια της αναπτυξης του.
Συμπτώματα
Προσβάλλεται η βλάστηση και οι καρποί.
Η προσβολή ξεκινά από τα κατώτερα φύλλα, όπου εμφανίζονται κιτρινωπές κηλίδες ακανόνιστου σχήματος («λαδιές»).
Αυτές οι περιοχές στη συνέχεια γίνονται καστανές και ξηραίνονται.
Με υγρές συνθήκες στην κάτω επιφάνεια των φύλλων διακρίνεται το λευκό χνούδι (εξάνθιση) του μύκητα.
Στους μίσχου
ς και στους βλαστούς οι νεκρώσεις των ιστών παίρνουν επίμηκες σχήμα.
Οι καρποί προσβάλλονται αρχικά στην περιοχή του ποδίσκου.
Η προσβολή μπορεί να εξαπλωθεί στη συνέχεια σε ολόκληρο τον καρπό.
Παθογόνο – Συνθήκες ανάπτυξης
Ο περονόσπορος της πιπεριάς προκαλείται από τον μύκητα Phytophthora infestans.
Για την ανάπτυξή του απαιτεί υγρό και δροσερό καιρό (17-20 οC).
Με τέτοιες ευνοϊκές συνθήκες η ασθένεια μπορεί να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα, καταστρέφοντας τα φυτά.
Αντιμετώπιση
Για την αντιμετώπιση του περονοσπόρου της πιπεριάς απαιτείται πρόγραμμα προληπτικών επεμβάσεων, ιδιαίτερα στις περιοχές με συνθήκες ευνοϊκές για την ανάπτυξή του (π.
χ. Δυτική Ελλάδα).
Η προστασία της νεαρής βλάστησης είναι σημαντική ώστε να μην εγκατασταθεί η ασθένεια στο χωράφι.
Επίσης ιδιαίτερη σημασία έχει ο καλός ψεκασμός και η προστασία της νεαρής αναπτυσσόμενης βλάστησης, όταν μάλιστα χρησιμοποιούνται σκευάσματα επαφής.
Συστήνεται να ακολουθούνται οι οδηγίες των Γεωργικών Προειδοποιήσεων ως προς αναμενόμενη προσβολή, καιρικές συνθήκες και επίκαιρο επέμβασης.
Στις κρίσιμες περιόδους για την εξάπλωση της ασθένειας (π.χ. σε συνθήκες με βροχερό καιρό και θερμοκρασίες 20-25 οC) συστήνεται να προτιμώνται μίγματα με διασυστηματικά προϊόντα.
Ωίδιο Πιπεριάς
Το ωίδιο οφείλεται στο μύκητα Leveillula taurica με ατελή μορφή τον Oidiopsis sicula.
Tο ωίδιο είναι πολύ συνηθισμένη ασθένεια της πιπεριάς και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές απώλειες στην παραγωγή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ιδίως σε ξηρές περιοχές. Το ωίδιο της πιπεριάς οφείλεται στο μύκητα Oidiopsis taurica (συν.Oidiopsis sicula, τέλεια μορφή Leveillula taurica).
Ο μύκητας έχει μεγάλο κύκλο ξενιστών και προσβάλλει εκτός από τη πιπεριά και άλλα καλλιεργούμενα φυτά (μελιτζάνα, πιπεριά, κολοκυθιά, αγγουριά, ελιά, καλλωπιστικά κ.α.) αλλά και αυτοφυή (ζιζάνια). Το παθογόνο είναι υποχρεωτικό παράσιτο και εισέρχεται στο φυτό από τα στομάτια των φύλλων. Τα μολύσματα του μύκητα (κονίδια), που σχηματίζονται στα φύλλα των άρρωστων φυτών, μεταφέρονται με τον άνεμο και συμβάλλουν στην
εξάπλωση της ασθένειας. Ο μύκητας επιβιώνει κυρίως με τη μορφή μυκηλίου ή κονιδίων σε διάφορα καλλιεργούμενα φυτά ή ζιζάνια.
Συμπτώματα
Στα φύλλα εμφανίζονται χλωρώσεις γωνιώδεις και ακανόνιστες. Εντονότερα είναι τα συμπτώματα στην πιπεριά και στην πιπεριά ενώ ανοιχτοκίτρινες κηλίδες προκαλούνται στη μελιτζάνα και το αγγούρι. Οι κηλίδες αργότερα γίνονται νεκρωτικές.
Η εξάνθιση του μύκητα εμφανίζεται και στις δύο επιφάνειες του φύλλου (λευκό χνούδι), πρώτα όμως στην κάτω επιφάνεια.
Στην πιπεριά και στη μελιτζάνα προκαλείται επιπλέον κατσάρωμα των φύλλων και πτώση τους.
Η ευαισθησία των φυτών αυξάνεται με την ηλικία τους, ενώ τα νεαρά φυτά παρουσιάζουν ανεκτικότητα. Η ασθένεια εμφανίζεται συνηθέστερα στο φύλλωμα.
Τα συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται κυρίως στην πάνω επιφάνεια των ώριμων φύλλων με τη μορφή κίτρινων ή κιτρινοπράσινων, ακανόνιστων ή γωνιώδων κηλίδων. Στην κάτω επιφάνεια των φύλλων εμφανίζεται λευκή ή ανοικτή καστανή εξάνθηση, που αποτελείται από τους κονιδιοφόρους και τα κονίδια (σπόρια) του μύκητα. Όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι πολύ ευνοϊκές για την ασθένεια, η λευκή εξάνθηση εμφανίζεται και στην πάνω επιφάνεια των φύλλων. Σε πολλές περιπτώσεις, οι άκρες των φύλλων που εμφανίζουν συμπτώματα της ασθένειας στρέφονται προς τα πάνω ( καρουλιάζουν). Τα προσβεβλημένα φύλλα συνήθως πέφτουν εκθέτοντας τους καρπούς στην ηλιακή ακτινοβολία με αποτέλεσμα μερικοί καρποί να εμφανίζουν εγκαύματα.
Παθογόνο – Συνθήκες ανάπτυξης
Η ασθένεια προκαλείται από τον μύκητα Leveillula taurica (ατ. μορφή Oidiopsis taurica). Πρόκειται για υποχρεωτικό παράσιτο, που μολύνει από τα στομάτια. Εισέρχεται μέσα στους ιστούς και αναπτύσσεται ενδοφυτικά στο μεσόφυλλο.
Από εκεί αναπτύσσονται οι κονιδιοφόροι, που εμφανίζονται ως λευκή εξάνθιση.
Αυτοί παράγουν τα σπόρια του μύκητα (κονίδια) που είναι ξηροσπόρια, μεταφέρονται με τον άνεμο και για να βλαστήσουν δεν απαιτούν υψηλές συνθήκες υγρασίας.
Γι’ αυτό και το ωίδιο είναι διαδεδομένη ασθένεια και σε σχετικά ξηροθερμικές συνθήκες σε σύγκριση με άλλα παθογόνα. Τα κονίδια εξαπλώνουν την ασθένεια και σε υγιή φυτά.
Η βλάστηση των σποριών και η διείσδυσή τους μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα σε 3 ώρες.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση του ωιδίου είναι δύσκολη μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων στα φυτά. Για το λόγο αυτό η αντιμετώπιση της ασθένειας βασίζεται κυρίως σε προστατευτικές εφαρμογές θείου ή διαφόρων μυκητοκτόνων που η χρήση τους επιτρέπεται στην ολοκληρωμένη αντιμετώπιση όπως το triadimenol 25% EC και το fenarimol 6% PW (Πίνακας 4). Το θείο δρα με ατμούς και η καλύτερη θερμοκρασία για τη δράση του είναι γύρω στους 25°0. Αν η θερμοκρασία είναι πάνω από 30 °C τότε το θείο μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα στα φυτά. Στην περίπτωση που οι θερμοκρασίες είναι σχετικά χαμηλές ή πολύ υψηλές είναι προτιμότερο να χρησιμοποιηθεί άλλο μυκητοκτόνο.
Ο μύκητας Leveillula taurica θεωρείται «δύσκολο» παθογόνο γιατί αναπτύσσεται μέσα στους ιστούς (ενδοφυτικά). Γι’ αυτό για την αντιμετώπισή του συστήνεται επέμβαση έγκαιρα μόλις εμφανιστεί η ασθένεια κυρίως με κατάλληλα, διασυστηματικά σκευάσματα, που να μπορούν να διεισδύουν μέσα στους φυτικούς ιστούς.