Λαχανικά
Ένας από τους Τρόπους ταξινόμησης λαχανικών
Μια πιο πρακτική ταξινόμηση των λαχανικών βασίζεται στο τμήμα του φυτού που μπορεί να φαγωθεί και χρησιμοποιείται ως τροφή.
Το φαγώσιμο τμήμα ενός λαχανικού μπορεί να είναι:
1. η ρίζα (καρότο) [Ριζωματώδη]2. στέλεχος-κόνδυλος (πατάτα-σπαράγγι)[Στελαχώδη-Κονδυλώδη]3. τα φύλλα (μαρούλι) [Φυλλώδη]
4. ο βολβός-ανώριμο άνθος(κρεμμύδι-αγκινάρα) [Βολβώδη-Ανωρ. Ταξιαν.]
5. ο ώριμος – ανώριμος καρπός (ντομάτα-μελιτζάνα) [Καρποφόρα-Φρουτώδη]
Πηγές:
Βολβοί – Ανώριμες ταξιανθίες
Κουνουπίδι
Το κουνουπίδι (επιστ. Κράμβη η λαχανώδης ποικ. Βοτρύτης, Brassica oleracea var. botrytis) είναι φυτό ποώδες, μονοετές ή διετές και ανήκει στην οικογένεια των σταυρανθών και στο γένος Βράσσικα. Κατάγεται από τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου ενώ αναφορές υπάρχουν και στην Αρχαία Ελλάδα και Αίγυπτο.
Το ύψος του μπορεί να φτάσει τα 80 εκατοστά. Τα φύλλα του είναι μακριά και τα εσωτερικά γέρνουν προς το κέντρο του φυτού. Στην κορυφή του σχηματίζεται μία συμπαγής μάζα από υπερτροφικά άνθη και σαρκώδεις μίσχους που λέγεται ανθοκεφαλή.
Το κουνουπίδι καλλιεργείται κυρίως στις περιοχές της Μεσογείου, και στις παραθαλάσσιες περιοχές του Ατλαντικού ωκεανού για την ανθοκεφαλή του. Από το Μάιο μέχρι τον Αύγουστο σπέρνεται σε φυτώρια και μετά την πάροδο 1 μήνα, αφού βλαστήσουν, τα μικρά αυτά φυτάρια μεταφυτεύονται στο χωράφι. Είναι ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες και στις πολλές βροχές. Μία μέση θερμοκρασία 10-12 βαθμούς είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη του.
Μπορεί να καλλιεργηθεί στα περισσότερα εδάφη αρκεί να υπάρχει η κατάλληλη ύδρευση και λίπανση. Ανάλογα με την ποικιλία και την καλλιέργεια η συγκομιδή γίνεται 5 περίπου μήνες μετά τη σπορά. Όταν η ανθοκεφαλή πάρει το συνηθισμένο σχήμα κόβεται μαζί με 3-4 φύλλα που την προστατεύουν κατά τη μεταφορά και από το φως.
Στη βόρεια Ευρώπη καλλιεργείται μια μονοετής ποικιλία τους καλοκαιρινούς μήνες. Στην Ελλάδα το κουνουπίδι καλλιεργείται τη χειμερινή περίοδο κυρίως στην Εύβοια, Αττική, Μεσσηνία, Κέρκυρα και Αρκαδία και είναι διετές. Η καλλιέργεια του καλύπτει περίπου 30,000 στρέμματα με παραγωγή πάνω από 36,000 τόνους ετησίως.
Μπρόκολο
Το μπρόκολο είναι ετήσιο φυτό της οικογένειας των Κραμβοειδών (Σταυρανθών) του γένους Κράμβη (Brassica).
Είναι ένα είδος λάχανου και προήλθε από το άγριο λάχανο μετά από συνεχείς καλλιέργειες που είχαν βάση την εξέλιξη των ταξιανθιών.
Η καταγωγή του είναι από την Ιταλία εξ’ ου και η επιστημονική του ονομασία Κράμβη η λαχανώδης ποικ. ιταλική (Brassica oleracea var. italica).
Είναι ένα γρήγορα αναπτυσσόμενο φυτό ύψους 50-90 εκατοστών και φέρει πυκνές ταξιανθίες στο άκρο του κεντρικού άξονα και των κλαδιών.
Τα χρώματα στις ανθοκεφαλές ποικίλουν από πράσινη, μόβ η σκούρο πορτοκαλί ανάλογα με το είδος .
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες που καλλιεργούνται στις Εύκρατες και ψυχρές περιοχές αφού το μπρόκολο είναι ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες.
Ο πολλαπλασιασμός του γίνεται με τη σπορά είτε απευθείας στους αγρούς είτε σε σπορεία και στη συνέχεια, αφού βγουν τα φυτάρια, γίνεται η μεταφύτευση.
Το μπρόκολο ευνοείται από την υγρασία και θέλει καλό πότισμα όταν φυτευτεί.
Η συγκομιδή των ανθοκεφαλών γίνεται 60-100 μέρες μετά από το φύτεμα ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την ποικιλία.
Η γεύση του μπρόκολου είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ λάχανου και κουνουπιδιού.
Τρώγεται βραστό σαν σαλάτα, μαγειρεμένο, ωμό και στο ξύδι (τουρσί).
Οι Η.Π.Α έχουν τη μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο και ακολουθουν η Ιταλία , όπου είναι ιδιαίτερα αγαπητό και η Ισπανία.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε πολύ η καλλιέργεια αφού αυξήθηκε και η ζήτηση.
Πράσο
Το πράσο είναι ποώδες, διετές, ιθαγενές φυτό και ανήκει στο γένος Άλλιο και στην οικογένεια των Λειριοειδών (Liliaceae).
Έχει στενή συγγένεια με το κρεμμύδι και είναι ανθεκτικό φυτό με ζωηρή ανάπτυξη. Η καταγωγή του είναι από τη Μέση Ανατολή και από τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου και διαδόθηκε στην Ευρώπη από τους Ρωμαίους. Καλλιεργείται για το βολβό και τα φύλλα του. Ο πολλαπλασιασμός του πράσου γίνεται με σπόρο. Τον πρώτο χρόνο, από ένα βλαστό αναπτύσσονται μακριά φύλλα σε σχήμα λόγχης και μία παχιά σαρκώδη βάση. Οι σαρκώδεις βάσεις των φύλλων καλύπτουν η μία την άλλη και σχηματίζουν ένα σχεδόν κυλινδρικό, παχύ και μακρύ βολβό. Ο βολβός αυτός φτάνει σε μήκος τα 40-50 εκατοστά.
Στη βάση του βολβού αναπτύσσεται ένας θύσανος με ρίζες που προχωρούν σε μεγάλο βάθος. Κατά το δεύτερο χρόνο, ανάμεσα από τά φύλλα αναπτύσσεται ένα μακρύ στέλεχος που καταλήγει σε μία μεγάλη ταξιανθία, η οποία έχει 300-400 λευκά ή ρόδινα άνθη. Ο καρπός του πράσου είναι κάψα και περικλείει πολλά μαύρα σπόρια. Η σπορά μπορεί να γίνει είτε απευθείας στο χωράφι, είτε σε ειδικό ψυχρό σπορείο κατά το μήνα Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο. Μετά τη σπορά πρέπει να περάσουν 2 – 3 μήνες, μέχρι να βγουν τα φυτάρια.
Η μεταφύτευση γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες, όχι όμως απευθείας, καθώς τα φυτάρια πρέπει να μείνουν σε ειδικό ξηρό μέρος και να ξεραθούν. Η συγκομιδή γίνεται το χειμώνα. Το πράσο είναι ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες και μπορεί να αντέξει και σε θερμοκρασία κοντά στους 0 βαθμούς.
Υπάρχουν αρκετές ποικιλίες πράσου. Στην Ελλάδα οι κυριότερες είναι:
Τα πράσα καλέμια, με μακρύ τρυφερό βλαστό που καλλιεργούνται στη Βόρεια Ελλάδα.
Τα πράσα Άργους, με μακρύ παχύ βλαστό, των οποίων καλλιέργειες βρίσκουμε σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στη Μακεδονία.
Τα πράσα Αρτάκης, των οποίων ο βολβός τους είναι κοντός και καλλιεργούνται στη Νότια Ελλάδα αλλά σε μικρή έκταση.
Τα γιγάντια Ιταλίας, με το μεγαλύτερο παχύ βολβό.
Το πράσο μαγειρεύεται είτε ολόκληρο, είτε μόνο ο βολβός του, και χρησιμοποιείται σε σούπες, ως συμπλήρωμα σε πατάτες, με ρύζι (πρασόρυζο), ενώ φτιάχνει και καταπληκτικές σάλτσες.
Η γεύση του μοιάζει με αυτή του κρεμμυδιού αλλά είναι πιο ήπια και πιο γλυκιά.
Αγκινάρα
Η αγκινάρα (Cynara cardunculus, Κυνάρα η καρδονίσκη ή αλλιώς Κυνάρα η κάκτος) είναι πολυετές λαχανικό της οικογένειας των Αστεροειδών (Asteraceae),[1] Αναπτύσσεται σε σχήμα θάμνου, ύψους περίπου 1,5 μ. Είναι φυτό ιθαγενές της Αφρικής, καλλιεργείται, όμως, σε πολλά μέρη του σύγχρονου κόσμου σε θέσεις προφυλαγμένες από το δυνατό ψύχος και εδάφη χωρίς πολλή υγρασία. Η ρίζα της αγκινάρας είναι πασσαλώδης και προχωρεί βαθιά στο έδαφος.
Τα φύλλα της είναι μεγάλα με βαθιές σχισμές, χρώμα γκριζωπό στο κάτω μέρος και το στέλεχός της είναι μακρύ με διακλαδώσεις.
Πολλαπλασιάζεται με παραφυάδες κατά την άνοιξη ή το φθινόπωρο ενώ ο βλαστός της ξεραίνεται το καλοκαίρι.
Από το φυτό χρησιμοποιείται στη μαγειρική το άνθος, που έχει σχήμα σφαιρικό, λίγο μακρύ και σαρκώδες. Μαγειρεύεται αφού καθαριστεί από τα πέταλα και το χνούδι, ενώ στην Κρήτη τρώγεται και ωμή με λεμόνι, πολύ νόστιμη και “ειδικός” μεζές για τσικουδιά.
Τα εξωτερικά πέταλα του άνθους καταλήγουν σε αγκαθωτή άκρη και είναι σκληρά, μπορούν δε να χρησιμοποιηθούν και για τροφή των ζώων.
Η αγκινάρα είναι πλούσια σε βιταμίνες Α, Β1, Β2, νιασίνη και C.[2] Στην Ελλάδα καλλιεργείται στην Αργολίδα,ιδιαίτερα στην περιοχή των Ιρίων και της Κάντιας, στην Κρήτη (όπου βρίσκουμε κυρίως την “άγρια” αγκινάρα με μεγάλα αγκάθια στα πέταλα), στη Λακωνία, στην Κέρκυρα, στην Ηλεία και αλλού, ενώ καλλιεργείται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, την Βρετανία και την Γαλλία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα Ίρια Αργολίδας κάθε Μάιο μήνα διεξάγεται η γιορτή της αγκινάρας.