Ανεπάρκεια Θρεπτικών Συστατικών
Τα κύρια και τα δευτερεύοντα θρεπτικά συστατικά διακρίνονται κατ’ αυτό τον τρόπο όχι ως προς τη χρησιμότητά τους, αλλά ως προς τις απαιτούμενες ποσότητές τους.
Κύρια θρεπτικά συστατικά
• Άζωτο: Δομικό συστατικό των πρωτεϊνών, των νουκλεϊκών οξέων (DNA και RNA) και των ενζύμων.
• Φωσφόρος: Δομικό συστατικό των νουκλεϊκών οξέων και των μορίων ανταλλαγής ενέργειας (τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP) και διφωσφορική αδενοσίνη (ADP)).
• Κάλιο: Απαραίτητο για την πραγματοποίηση πολλών χημικών αντιδράσεων στα φυτά. Οι απαιτήσεις των φυτών σε κάλιο ποικίλλουν ανάλογα με το είδος.
• Θείο: Απαραίτητο συστατικό σε ορισμένα αμινοξέα και, συνεπώς, στις πρωτεΐνες. Εν γένει πιστευόταν ότι τα φυτά έχουν σε θείο απαιτήσεις ανάλογες με αυτές του φωσφόρου, αλλά αποδεικνύεται ότι αυτό δεν συμβαίνει.
• Μαγνήσιο: Δομικό συστατικό της χλωροφύλλης και συνεπώς απαραίτητο για τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης από τα πράσινα φυτά.
• Ασβέστιο: Καθορίζει την διαπερατότητα των μεμβρανών των φυτικών κυττάρων. Το ασβέστιο τείνει να κατατάσσεται πλέον στα δευτερεύοντα θρεπτικά συστατικά
Δευτερεύοντα θρεπτικά συστατικά
• Σίδηρος: Βασικό συστατικό αρκετών ενζύμων
• Μαγγάνιο: Ανευρίσκεται σε αναπνευστικά ένζυμα
• Βόριο: Απαραίτητο κατά την σύνθεση των πρωτεϊνών
• Χλώριο: Εμπλέκεται στον μεταβολισμό των υδατανθράκων
• Ψευδάργυρος: Απαντάται στο ένζυμο διάσπασης του οξικού οξέος
• Μολυβδαίνιο: Συστατικό ενζύμου που ανάγει τα νιτρικά ιόντα προς νιτρώδη. Η χρήση του σε λιπάσματα πρέπει να γίνεται με πολύ μεγάλη προσοχή, καθώς το στοιχείο είναι τοξικό για τους μη φυτικούς ζωντανούς οργανισμούς σε περιεκτικότητες άνω των 15 ppm.
• Χαλκός: Συστατικό ενζύμων αντιδράσεων οξείδωσης
Πηγές:
Προσοχή!
Να τηρούνται αυστηρά:
α. Οι οδηγίες χρήσης των φυτοπροστατευτικών
β. Το τελευταίο χρονικό όριο ψεκασμού πριν τη συγκομιδή, σύμφωνα με τις οδηγίες που αναγράφονται στη ετικέτα
γ. Τα ακαρεοκτόνα δεν θα πρέπει να συνδιάζονταιθ με άλλα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.
δ. Τα στοιχεία που αναφέρονται στην ιστοσελίδα έχουν ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν υποκαθιστούν σε καμία περίπτωση τις αναγραφόμενες, επί της ετικέτας, οδηγίες χρήσεως
Τροφοπενία Εσπεριδοειδών
Επίδραση αζώτου (Ν)
Κατά τους Obeza et al, (2008), η βελτίωση της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων ως προς το Ν αυξάνει την περιεκτικότητα των καρπών σε χυμό, τα διαλυτά στερεά και την οξύτητα του χυμού, βελτιώνει το χρώμα του χυμού τόσο στις αιματόσαρκες όσο και στις κιτρινόσαρκες ποικιλίες και παρατείνει τον πράσινο χρωματισμό των καρπών, δηλαδή καθυστερεί τον μεταχρωματισμό του φλοιού τους. Επίσης, περίσσεια αζώτου μειώνει το μέγεθος και το βάρος των καρπών, λόγω του ότι παράγονται πολλοί καρποί, και αυξάνει το πάχος του φλοιού τους. Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), το Ν συσχετίζεται θετικά με το πάχος του φλοιού των καρπών. Έλλειψη Ν, κατά τον Ποντική (2003), κάνει τους καρπούς πιο μαλακούς. Τέλος, το πολύ Ν προκαλεί μείωση του λόγου ΔΣ/Ο (Obeza et al, 2008), λόγος που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια, αν όχι το κυριότερο κριτήριο, συγκομιδής των καρπών στα περισσότερα είδη εσπεριδοειδών. Το τελευταίο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το πολύ Ν καθυστερεί το μεταχρωματισμό του φλοιού των καρπών, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η περίσσεια του Ν οψιμίζει κάπως την συγκομιδή.
Τροφοπενία αζώτου (N)
Η τροφοπενία του αζώτου στα εσπεριδοειδή εμφανίζεται με χλωρωτικά φύλλα σε όλη τη κόμη το δέντρου. Το φαινόμενο κυρίως εμφανίζεται όταν το ριζικό σύστημα δε λειτουργεί φυσιολογικά και έχει δεχθεί χτυπήματα (αν έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες λιπάνσεις).
Η συγκεκριμένη τροφοπενία μπορεί εύκολα να διορθωθεί μέσα σε λίγες ημέρες χρησιμοποιώντας λιπάσματα υψηλής ποιότητας και εύκολα αφομοιώσιμα από το φυτό, όπως το νιτρικό κάλιο (13-0-46).
Αν η τροφοπενία αζώτου δε διορθωθεί οι καρποί παραμένουν μικροί και το χρώμα τους άτονο.
Επίδραση μαγνησίου (Mg)
Κατά την βελτίωση της ανόργανης θρέψης των εσπεριδοειδών ως προς το Μg παρατηρείται αύξηση της συγκέντρωσης των διαλυτών στερεών του χυμού των καρπών, του λόγου ΔΣ/Ο του χυμού, του μεγέθους και του βάρους των καρπών, ενώ δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως το αν και κατά πόσο επηρεάζεται το χρώμα του χυμού. Επίσης, το Μg έχει μάλλον μηδενική επίδραση στην χυμοπεριεκτικότητα των καρπών, στην οξύτητα του χυμού και στον χρόνο απόπρασινισμού του φλοιού (Obeza et al, 2008). Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), σε περίπτωση έλλειψης οι καρποί έχουν μικρότερο μέγεθος και ο χρωματισμός τους δεν είναι ικανοποιητικός.
Τροφοπενία μαγνησίου (Mg)
Η τροφοπενία μαγνησίου χαρακτηρίζεται από χλώρωση των φύλλων της βάσης του φυτού, με απόχρωση ορείχαλκου.
Η τροφοπενία μαγνησίου παρατηρείται κυρίως σε αμμώδη εδάφη που υφίστανται έντονη έκπλυση καθώς και σε εδάφη με υπερβολική καλιούχο και πτωχή σε μαγνήσιο λίπανση.
Η τροφοπενία του μαγνησίου για να αποφευχθεί πρέπει να ισορροπεί σε αναλογία με το κάλιο, και να γίνεται χορήγηση μαγνησίου από το έδαφος και διαφυλλικά. Νιτρικό μαγνήσιο την άνοιξη με διαφυλλικό ψεκασμό θα διορθώσει τα προβλήματα της χρονιάς. Επίσης νιτρικό μαγνήσιο και ασβέστιο να χορηγείται από το σύστημα άρδευσης όπου είναι δυνατόν.
Επίδραση του φωσφόρου (Ρ)
Ο Ρ συσχετίζεται θετικά με την περιεκτικότητα των καρπών σε χυμό και το λόγο ΔΣ/Ο στο χυμό, ενώ συσχετίζεται αρνητικά με το πάχος του φλοιού και την οξύτητα του χυμού. Επίσης, η περίσσεια Ρ παρατείνει τον πράσινο χρωματισμό των καρπών. Στα υπόλοιπα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών, που παρουσιάζονται στον Πίν. 1, ο Ρ έχει μηδενική επίδραση (Obeza et al, 2008). Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), έλλειψη Ρ προκαλεί παχύτερο και τραχύτερο φλοιό, καθώς και ανοιχτότερη και χαλαρότερη καρδιά (Εικ. 2), ενώ κατά τον Ποντική (2003) υπερλίπανση των δένδρων με Ρ επιταχύνει την ωρίμανση των καρπών, μειώνει το μέγεθος τους και οι καρποί γίνονται πιο μαλακοί.
Επίδραση της θρεπτικής κατάστασης δένδρων πορτοκαλιάς ως προς το φώσφορο στην ποιότητα των παραγόμενων καρπών. Οι καρποί έχουν τραχύ και παχύ φλοιό ενώ στο εσωτερικό τους παρατηρείται το σύμπτωμα της χαλαρής καρδιάς (Obreza & Morgan, 2008).
Αν και σπάνια έχει παρατηρηθεί στην Ελλάδα έλλειψη φωσφόρου στα εσπεριδοειδή, η κανονική τροφοδότηση του δένδρου με αυτόν είναι πολύ σημαντική για τη δημιουργία καλής ποιότητας καρπών. Η λίπανση με φωσφορούχες ενώσεις βελτιώνει την ποιότητα των καρπών, αυξάνει την απόδοση του σε χυμό, μειώνει την οξύτητα, μειώνει το πάχος του φλοιού (“μαγληνός” καρπός), δεν επηρεάζει, το μέγεθος του καρπού, βελτιώνει τη διαθεσιμότητα του Μαγγανίου και επιδρά ευμενώς στο χρόνο ωρίμανσης.
Η υπερβολική χρήση του επιδρά δυσμενώς στο χρόνο ωρίμανσης των καρπών (καθυστερεί την ωρίμανση), μειώνει τη διαθεσιμότητα του ψευδάργυρου (προκαλεί τροφοπενία ψευδαργύρου) και μειώνει τη διαθεσιμότητα του χαλκού.
Η ανεπάρκεια φωσφόρου προκαλεί μείωση της αύξησης του δένδρου (μικρή ζωηρότητα, ασθενής βλάστηση, φύλλα θαμποπράσινα που πέφτουν γρήγορα, νέα φύλλα λίγα και μικρά), αυξάνει την οξύτητα και μειώνει τα σάκχαρα, μειώνει τη περιεκτικότητα σε χυμό, καθυστερεί την ωρίμανση, αυξάνει το πάχος του φλοιού και τέλος οι καρποί γίνονται μαλακοί και το κέντρο τους κούφιο (χαλαρό).
Επίδραση ασβεστίου (Ca)
Σύμφωνα με τους (Obeza et al, 2008), η έλλειψη ή η περίσσεια του Ca δεν επηρεάζει αξιόλογα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών που παρουσιάζονται στον Πιν. 1, πλην της έντασης του χρώματος του φλοιού τους, ποιοτικό στοιχείο για το οποίο δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα. Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), έλλειψη Οά συνήθως προκαλεί σκληρό και χονδρό φλοιό.
Επίδραση καλίου (Κ)
Η λίπανση με κάλιο συντελεί στην αύξηση του μεγέθους των καρπών, βελτιώνει τη δομή της σάρκας (βαραίνει ο καρπός), αυξάνει την αντοχή των δένδρων στη ξηρασία και στο κρύο. Στις αρνητικές επιπτώσεις αναφέρεται ότι αυξάνει την οξύτητα του χυμού, προκαλεί πάχυνση του φλοιού (καρποί χονδρόφλουδοι και τραχείς), καθυστερεί την ωρίμανση, μειώνει την περιεκτικότητα των καρπών σε χυμό και επηρεάζει δυσμενώς τη διαθεσιμότητα του μαγνησίου.
Η ανεπάρκεια καλίου στις πορτοκαλιές προκαλεί εξασθένηση της βλάστησης με διάχυτη χλώρωση, καρούλιασμα των φύλλων και ανθόπτωση και δημιουργεί καρπούς μικρού μεγέθους με λεπτό λείο φλοιό και υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα. Επίσης στα φύλλα εμφανίζονται μικρές καστανές ή νεκρωτικές κηλίδες.
Επίδραση ψευδαργύρου (Ζη)
Σύμφωνα με τους Obreza et al. (2008), ο Ζη δεν επηρεάζει σημαντικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών, ενώ σύμφωνα με τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996) όταν παρατηρείται έλλειψη Za οι καρποί γίνονται μικροί με ακανόνιστο σχήμα, χονδρό φλοιό και ανοιχτότερου χρώματος (Εικ. 4).
Τροφοπενία ψευδαργύρου
Η τροφοπενία ψευδαργύρου εμφανίζεται σαν κηλίδα στα φύλλα της κορυφής που στη συνέχεια μεγαλώνουν. Τα χλωρωτικά φύλλα είναι μικρά και όρθια, οι κορυφές των βλαστών έχουν μικρά μεσογονάτια με αποτελέσματα οι νεαροί βλαστοί να μένουν μικροί.
Σε βαριές περιπτώσεις παρατηρείται μείωση της παραγωγής και πτώση της ποιότητας των καρπών.
Η τροφοπενία ψευδαργύρου παρατηρείται σ όλους τους τύπους των εδαφών.
Στα αλκαλικά εδάφη η τροφοπενία διορθώνεται με τη προσθήκη χηλικού ψευδαργύρου ενώ στα όξινα με θειικό. Αποτελεσματικότερος είναι ο ψεκασμός του φυλλώματος την άνοιξη, κατά την έκπτυξη της βλάστησης με σκευάσματα ψευδαργύρου.
Επίδραση σιδήρου (Fe)
Σύμφωνα με τους Obreza et al. (2008), η κανονική θρέψη των εσπεριδοειδών σε Fe αυξάνει τα διαλυτά στερεά του χυμού των καρπών, ενώ δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως κατά πόσο επιδρά στο χρώμα του χυμού. Επίσης, δεν φαίνεται να επηρεάζονται τα υπόλοιπα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών. Σύμφωνα με τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), όταν παρατηρείται έλλειψη Fe, οι καρποί γίνονται μικρότεροι, ενώ αυξάνεται και η οξύτητα του χυμού τους.
Τροφοπενία σιδήρου (Fe)
Η τροφοπενία σιδήρου αρχικά εκδηλώνεται με χλώρωση των φύλλων της κορυφής του δέντρου και στη συνέχεια συνεχίζει το φαινόμενο προς τα κατώτερα φύλλα.
Στην αρχή όλες οι νευρώσεις διατηρούν το κανονικό πράσινο χρώμα, αλλά προοδευτικά περιορίζεται στις κεντρικότερες και τέλος εξαφανίζεται. Τα πολύ χλωρωτικά μέρη των φύλλων αρχίζοντας από την κορυφή των βλαστών ξηραίνονται.
Η τροφοπενία σιδήρου οφείλεται είτε σε έλλειψη του σιδήρου στο έδαφος, είτε σε αδρανοποίησή του, λόγω της υψηλής αλκαλικότητας του εδάφους, όπως συμβαίνει στα ασβεστούχα εδάφη.
Η αύξηση της οργανικής ουσίας του εδάφους και η χρησιμοποίηση όξινων λιπασμάτων βοηθούν στην αντιμετώπιση της ασθένειας. Αποτελεσματικότερος τρόπος αντιμετώπισης της τροφοπενίας σιδήρου είναι η εφαρμογή στο έδαφος χημικών ενώσεων του σιδήρου στις αναφερόμενες για κάθε σκεύασμα δόσεις.
Επίδραση μαγγανίου (Μn)
Κατά τους Obreza et al. (2008), το Μη δεν φαίνεται να έχει άμεση επίδραση σε κανένα από τα βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών ενώ δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως το αν και κατά πόσο επιδρά στο χρώμα του χυμού των καρπών. Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), όταν παρατηρείται έλλειψη Μη οι καρποί αποκτούν μικρό μέγεθος και το χρώμα του φλοιού γίνεται ανοιχτότερο. Παρόμοια επίδραση της τροφοπενίας του Μη στο χρώμα του φλοιού καρπών μανταρινιάς της ποικιλίας ‘Encore’ παρατηρήθηκε και από τους Papadakis et al. (2004) (Εικ. 5).
Εικόνα 5. Καρποί μανταρινιάς ποικιλίας ‘Encore’ από δένδρα με επάρκεια Μη (αριστερά) και με έντονη έλλειψη Μη (δεξιά). Καρποί προερχόμενοι από δένδρα με τροφοπενία Μη έχουν φλοιό ανοιχτότερου χρώματος από ο,τι οι καρποί που προέρχονται από δένδρα με κανονικά επίπεδα Μη (Παπαδάκης, 2004).
Τροφοπενία μαγγανίου (Μn)
Η τροφοπενία μαγγανία στα αρχικά της στάδια παρουσιάζει τα ίδια συμπτώματα με αυτά του σιδήρου, και γιαυτό πολλές φορές συγχέονται τα προβλήματα. Η διαφορά είναι ότι στη τροφοπενία μαγγανίου η έλλειψη του στοιχείου εμφανίζεται σε ολόκληρο το δέντρο και δε ξεκινάει από τη κορυφή όπως στου σιδήρου.
Παρατηρείται είτε σε εδάφη με παντελή έλλειψη μαγγανίου, όπως τα αμμώδη εδάφη στα οποία το μαγγάνιο εκπλύνεται, είτε σε εδάφη που το μαγγάνιο δεσμεύεται. Τα εδάφη όπου δεσμεύεται το μαγγάνιο είναι τα αλκαλικά.
Στα αλκαλικά εδάφη να γίνεται χορήγηση μαγγανίου χηλικοποιημένου, έτσι ώστε να μη μπορεί να συμπλοκοποιηθεί με το έδαφος ενώ στα όξινα να ενσωματώνεται θειικός ή άλατα μαγγανίου. Σημαντικό είναι και στις δύο περιπτώσεις (ιδιαίτερα στα αλκαλικά εδάφη) να γίνονται και διαφυλλικοί ψεκασμοί για καλύτερα αποτελέσματα.
Επίδραση βορίου (Β)
Σύμφωνα με τους Obreza et al. (2008), το Β δεν φαίνεται να επιδρά σημαντικά σε κανένα από τα υπό συζήτηση ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών, εκτός από το χρώμα του χυμού, χαρακτηριστικό για το οποίο δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα αναφορικά με την επίδραση του Β. Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), όταν τα δένδρα υποφέρουν από έλλειψη Β οι καρποί παρουσιάζουν μεταχρωματισμό του albedo (μεσοκαρπίου) και χαμηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα. Οι καρποί είναι κακοσχηματισμένοι, με χονδρό φλοιό, που στεγνώνει κατά θέσεις (φελλοποίηση), και με σπέρματα που μαυρίζουν
Σύμφωνα με τα παραπάνω επιστημονικά δεδομένα τα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών των εσπεριδοειδών. Μεγαλύτερες επιδράσεις έχουν τα στοιχεία Ν, Ρ και Κ, ενώ μικρότερες επιδράσεις έχουν τα υπόλοιπα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία (Mg, Ca, Mn, Fe, Zn, B και Cu). Συνεπώς, θα πρέπει οι καλλιεργητές να ελέγχουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τη θρεπτική κατάσταση των δένδρων χρησιμοποιώντας τη φυλλοδιαγνωστική, που είναι η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος γι’ αυτό το σκοπό και να αναπληρώνουν τις τυχόν απολεσθείσες ποσότητες των θρεπτικών στοιχείων. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής θα είναι η επίτευξη μιας κατάστασης θρεπτικής ισορροπίας σε επίπεδο δένδρου, δηλαδή τα δένδρα να μην υποφέρουν ούτε από έλλειψη ούτε από περίσσεια θρεπτικών στοιχείων και επομένως, η παραγωγή καρπών άριστης ποιότητας (Παναγιωτάκης Γ. & Παπαδάκης I.).