Μάραθος (ή μάραθο ή φοινόκιο)
Πηγές:1. Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
2.Πηγή:Καλλιεργώ! – Άρθρα, συμβουλές, οδηγίες
3.Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας
Εισαγωγή
Ο μάραθος ή το μάραθο είναι φυτό ιθαγενές των παραμεσόγειων χωρών όπου ήταν γνωστό κατά την αρχαιότητα.
Από αυτό πήραν την ονομασία διάφορες περιοχές όπως ο Μαραθόκαμπος, η Μαραθόπολις, τα Μαραθοχώρια κ.λπ..
Κατά μια εκδοχή και ο Μαραθώνας πήρε το όνομά του από το μάραθο που υπήρχε σε αφθονία στην περιοχή αυτή κατά την αρχαία εποχή.
Από την εποχή του Ιπποκράτη οι καρποί του μάραθου χρησιμοποιούνται σαν ορεκτικοί, διουρητικοί, αντιπυρετικοί κ.λπ.
Σήμερα χρησιμοποιούνται σαν άρτυμα καθώς και στην αρτοποιία.
Μεγάλες ποσότητες χρησιμοποιούνται στην παρασκευή του ούζου και τσίπουρου.
Οι κυριότερες περιοχές όπου καλλιεργείται ο μάραθος είναι η Ιταλία, Ρωσία, Ιαπωνία, Κίνα, Ινδία, Γερμανία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λπ.. στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως στη Θεσσαλονίκη, Μακεδονία και Εύβοια..
Ταξινόμηση – περιγραφή του φυτού
Ο μάραθος ανήκει στην οικογένεια των σκιαδανθών (Umbelliferae) και το Foeniculum vulgare..
Είναι φυτό μονοετές, διετές ή πολυετές. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, πολύκλαδο, λείο που φτάνει σε ύψος 1-1,5 μέτρα.
Τα φύλλα του είναι λεία τρις ή πολλαπλά πτεροσχιδή, τα δε άνθη του μικρά κίτρινα που σχηματίζουν ακραία σκιάδα.
Ο καρπός του (μαραθόσπορος) έχει χρώμα κίτρινο, πράσινο ή πρασινοκίτρινο και μήκος 4-10 χιλιοστά, διαφέρει δηλαδή από εκείνο του γλυκάνισου τόσο στο μέγεθος, όσο και στο σχήμα και χρώμα και είναι ο μεγαλύτερος από όλα τα φυτά των σκιαδανθών.
Στον πολυετή μάραθο ο καρπός διαχωρίζεται (σπάζει) εύκολα σε μεγάλο ποσοστό στα δύο ημικάρπια, ενώ στον ετήσιο το ποσοστό σπασίματος είναι μικρό.
Έτσι εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε αν ο μάραθος είναι ετήσιος ή πολυετής.
Εδαφοκλιματικές συνθήκες
Ο μάραθος ευδοκιμεί σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας.
Οι πιο κατάλληλες όμως είναι αυτές που έχουν κλίμα ήπιο – μεσογειακό και μεσημβρινό προσανατολισμό.
Πάντως πρέπει να αποφεύγονται οι ορεινές περιοχές καθώς κι εκείνες όπου κάνει πολύ κρύο την άνοιξη.
Ως προς τα εδάφη τα καταλληλότερα είναι τα ασβεστώδη, πλούσια, γόνιμα, πηλώδη ή αμμοαργιλλώδη που αποστραγγίζονται καλά. Δ
εν ενδείκνυνται τα όξινα ή πολύ υγρά εδάφη γιατί τα φυτά αναπτύσσουν περισσότερο φύλλωμα παρά καρπούς.
Η καλλιέργεια γίνεται συνήθως σε ξηρικά χωράφια. Υπάρχουν και ποτιστικές καλλιέργειες.
Πολλαπλασιασμός
Ο μάραθος πολλαπλασιάζεται κυρίως με σπόρο.
Ο πολυετής μάραθος πολλαπλασιάζεται επίσης και με φυτικά τμήματα βλαστού και ρίζας.
Ο σπόρος σπέρνεται στο χωράφι το φθινόπωρο (Οκτώβριο – Νοέμβριο) ή την άνοιξη (Μάρτιο – Απρίλιο).
Η σπορά γίνεται με το χέρι στα πεταχτά ή με μηχανή σε γραμμές που απέχουν 40 – 60 εκατοστά μεταξύ τους.
Η ποσότητα του σπόρου που χρειάζεται για ένα στρέμμα είναι 600 – 1200 γραμμάρια.
Σε ειδικές περιπτώσεις ο σπόρος σπέρνεται σε σπορείο από όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά φυτά όταν έχουν ύψος 8-10 εκατοστά, το φύτρωμα του σπόρου είναι εύκολο αρκεί το χωράφι να είναι καλά καλλιεργημένο και να μην έχει κρούστα.
Εποχή και τρόπος φυτεύσεως
Η σπορά γίνεται συνήθως από τον Ιούλιο μέχρι τις αρχές της άνοιξης.
Η σπορά μπορεί να γίνει σε γραμμές ή στα πεταχτά σε βάθος 0,5 εκατοστά το δε φύτρωμα γίνεται μετά 2 εβδομάδες.
Μεγαλύτερη επιτυχία έχει η καλλιέργεια όταν η σπορά γίνεται σε σπορείο και μεταφύτευση των φυταρίων στον αγρό.
Οι αποστάσεις των φυτών είναι 45-50 εκατοστά μεταξύ των γραμμών και 20-30 εκατοστά επάνω στην γραμμή.
Η μεταφύτευση γίνεται όταν τα φυτάρια έχουν ύψος 10-12 εκατοστά ύστερα από 6-7 εβδομάδες μετά την σπορά στο σπορείο. Η διάρκεια της καλλιέργειας είναι 3-4 μήνες.
Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίνεται στην άρδευση η οποία πρέπει να γίνεται ανάλογα με τις συνθήκες περιβάλλοντος αλλά και τον τύπο του εδάφους,1-2 φορές την εβδομάδα.
Καλλιεργητικές φροντίδες
Οι σπουδαιότερες καλλιεργητικές φροντίδες είναι οι εξής:
Καταπολέμηση ζιζανίων
Μετά το φύτρωμα αναπτύσσονται διάφορα ζιζάνια τα οποία πρέπει να καταστρέφονται γιατί αλλιώς η καλλιέργεια του μάραθου υποφέρει πολύ και τα φυτά μένουν καθυστερημένα.
Ο καλύτερος αλλά και ο δαπανηρότερος τρόπος για την καταστροφή των αγριόχορτων είναι τα σκαλίσματα.
Το πρώτο σκάλισμα γίνεται μετά το φύτρωμα όταν τα φυτά έχουν ύψος 10 περίπου εκατοστά. Με το σκάλισμα αυτό γίνεται και το αραίωμα των φυτών κατά το οποίο σε κάθε θέση (όρχο) αφήνουμε 3-4 φυτά κι όχι ένα όπως συνηθίζεται να γίνεται.
Οι όρχοι μεταξύ τους στις γραμμές απέχουν 30-40 εκατοστά. Αργότερα εφόσον αναπτυχθούν πάλι τα ζιζάνια γίνεται δεύτερο σκάλισμα. Άλλος τρόπος είναι η χρησιμοποίηση ζιζανιοκτόνων, το καλύτερο από τα οποία είναι το afalon (linuron) σε ποσότητα 120-150 γραμμάρια ανά στρέμμα.
Η εφαρμογή του γίνεται προφυτρωτικά, ή μεταφυτρωτικά όταν τα ζιζάνια είναι πολύ μικρά. Στον πολυετή μάραθο η ζιζανιοκτονία γίνεται μόνο τον πρώτο χρόνο, ενώ τα επόμενα χρόνια τα φυτά αναπτύσσονται πολύ και εμποδίζουν την ανάπτυξη των ζιζανίων.
Η ωρίμανση του μαραθόσπορου είναι ανομοιόμορφος. Έτσι σε ένα φυτό παρατηρούνται ώριμα, ανώριμα αλλά και ανθισμένα σκιάδια.
Η ανομοιομορφία αυτή δημιουργεί προβλήματα στη συλλογή, που κανονικά πρέπει να γίνεται τμηματικά πράγμα που επιβαρύνει πολύ το κόστος.
Στην πράξη η συλλογή γίνεται όταν τα περισσότερα σκιάδια βρίσκονται στο στάδιο της ωριμάνσεως και οι καρποί είναι σκληροί και έχουν χρώμα γκριζοπράσινο.
Αυτό συμβαίνει συνήθως τον Ιούλιο. Η παραγωγή του μονοετούς μαράθου ανέρχεται σε 100 περίπου κιλά, για τον ξηρικό, ενώ για τον ποτιστικό σε 150 – 200 κιλά στο στρέμμα.
Συλλογή και απόδοση
Η συγκομιδή γίνεται με θέρισμα των φυτών όταν το 70% των σκιαδίων βρίσκεται .
Τα φυτά αφήνονται θερισμένα επιτόπου για 2-3 μέρες και μετά αλωνίζονται με θεριζοαλωνιστική μηχανή.
Η απόδοση σε καρπό κυμαίνεται μεταξύ 150 και 200 κιλά το στρέμμα.
Ασθένειες – ζωικοί εχθροί
Οι κυριώτεροι εχθροί του μάραθου είναι:
Ωΐδιο – Προσβολή φύλλου μαράθου από Ωΐδιο.
Το ωίδιο (Erysiphe heraclei) είναι ίσως η σημαντικότερη ασθένεια του μαράθου.
Σκληρωτίνια – Προσβολή φυτού μαράθου από Σκληρωτίνια.
Ο Sclerotinia sclerotiorum προκαλεί σάπισμα στη περιοχή του λαιμού του φυτού.
Τεφρά σήψη
Ο botrytis cinerea προκαλεί μαλακή σήψη στα παλιά φύλλα (αυτά που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους).
Erwinia carotovora
Τα βακτήρια του Erwinia carotovora προκαλούν σάπισμα στο ανώτερο τμήμα του ψευδοβολβού και ευνοείται κυρίως από συνθήκες υψηλής υγρασίας του εδάφους.