Λαχανικά
Ο όρος λαχανικό αναφέρεται στο νωπό φαγώσιμο τμήμα ενός φυτού, που προορίζεται για κατανάλωση. Κατ’ επέκταση ο όρος μπορεί να αναφέρεται και σε ολόκληρο το φυτό από το οποίο προέρχεται το φαγώσιμο τμήμα.
Ορισμένα λαχανικά μπορούν να καταναλωθούν ωμά, και μερικά μπορεί (ή πρέπει) να είναι μαγειρεμένα με διάφορους τρόπους, πιο συχνά σε αλμυρά φαγητά. Ωστόσο, λίγα λαχανικά χρησιμοποιούνται για επιδόρπια και άλλα γλυκά εδέσματα, όπως είναι το κέικ καρότο. Τα λαχανικά τρώγονται συνοδεύοντας το φαγητό, ενώ μπορούν να καταναλωθούν και ως σνακ. Τα λαχανικά έχουν μεγάλη ποσότητα σε νερό και λιγότερη σε πρωτεΐνες. Αποτελούνται από φυτικά κύτταρα, το χρώμα τους είναι συνήθως πράσινο, κίτρινο ή κόκκινο και μπορούν να ταξινομηθούν με τρείς τρόπους. Όλα τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες και λίγα πρωτεΐνες και υδατάνθρακες.
Ταξινόμηση λαχανικών
- Μια πιο πρακτική ταξινόμηση των λαχανικών βασίζεται στο τμήμα του φυτού που μπορεί να φαγωθεί και χρησιμοποιείται ως τροφή.
Το φαγώσιμο τμήμα ενός λαχανικού μπορεί να είναι: - η ρίζα (καρότο) [Ριζωματώδη] στέλεχος-κόνδυλος (πατάτα-σπαράγγι)[Στελαχώδη-Κονδυλώδη]
- τα φύλλα (μαρούλι) [Φυλλώδη]
- ο βολβός-ανώριμο άνθος(κρεμμύδι-αγκινάρα) [Βολβώδη-Ανωτ. Ταξιαν.]
- ο ώριμος – ανώριμος καρπός (ντομάτα-μελιτζάνα) [Καρποφόρα-Φρουτώδη]
Πηγές:
1. Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
2.Πηγή:Καλλιεργώ! – Άρθρα, συμβουλές, οδηγίες
3. Φυλλώδη
Λάχανο
Το λάχανο (επιστ. Κράμβη η λαχανώδης ποικ. κεφαλωτή, Brassica oleracea var. capitata) είναι φυτό διετές, ποώδες και ανήκει στην οικογένεια των Κραμβοειδών. Στην Κύπρο το λάχανο είναι γνωστό ως κραμπί.
Ο βλαστός του είναι κοντός και δεν ξεπερνάει τα 35 εκατοστά μέχρι να ανθοφορήσει.
Τα φύλλα του βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο με στήριγμα ένα σαρκώδες στέλεχος που αποτελεί τον κύριο άξονα του λάχανου.
Τη δεύτερη Άνοιξη βγαίνει στη μέση ένα σκληρό στέλεχος που φέρει μικρά άνθη.
Η αναπαραγωγή γίνεται με σπόρο είτε απευθείας σε χωράφι είτε σε φυτώρια ή σπορεία. Όταν το φυτάριο αποκτήσει 5-6 φύλλα τότε γίνεται μεταφύτευση και στη συνέχεια άρδευση.
Οι απαιτήσεις του λάχανου σε νερό είναι μεγάλες. Πρέπει να ποτίζεται τακτικά αλλά κανονικά γιατί μεγάλες ποσότητες νερού πιθανόν να προκαλέσουν μεγάλη επέκταση των ριζών και εξασθένιση του φυτού.
Το λάχανο αναπτύσσεται κανονικά σε θερμοκρασίες από 15-18 βαθμούς. Το φυτό αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ μία ποικιλία αντέχει και μέχρι τους –10 βαθμούς.
Το λάχανο είναι από τα κυριότερα λαχανικά και καλλιεργείται σε όλες τις Εύκρατες περιοχές . Τρώγεται είτε ωμό σε σαλάτες είτε μαγειρεμένο.
Η γνωστή λαχανοσαλάτα έχει προέλευση από την Ολλανδία. Η λαχανόσουπα είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές χώρες, οι λαχανοντολμάδες είναι παραδοσιακό Ελληνικό πιάτο και μία λαχανόσουπα με μανιτάρια τρώγεται παραδοσιακά στη Πολωνία την παραμονή της πρωτοχρονιάς και την Ανάσταση.
Το λάχανο είναι πλούσιο σε βιταμίνη C και ανόργανα στοιχεία άκρως απαραίτητα για τη σωστή λειτουργία του πεπτικού συστήματος .
Έχουν αναπτυχθεί πολλές ποικιλίες λάχανου που χαρακτηρίζονται από την εποχή, τη πρωιμότητα (πρώιμες ή όψιμες), το σχήμα (κωνική, σφαιρική), το βάρος (από μισό έως 6 κιλά), το χρώμα (λευκό ή μώβ) και την υφή της κεφαλής (σκληρή ή μαλακή).
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται κυρίως άσπρες φθινοπωρινές ποικιλίες όπως Γιαννιώτικα, Αλσατίας, Πρώιμα Νάντης, άσπρα Σαβοΐας και άλλες.
Χρήσιμα:
Μαρούλι
Το μαρούλι (Lactuca sativa, Λακτούκα η ήμερη) είναι ετήσιο, ποώδες φυτό γρήγορης ανάπτυξης της οικογένειας Σύνθετα. Καλλιεργείται από τους Ρωμαϊκούς χρόνους και η προέλευση του είναι η Ασία. Αναφέρεται από τον Ηρόδοτο του Θεοφράστου και τον Διοσκορίδη με το όνομα “θριδακίνη” και “θρίδαξ”.
Η ρίζα του είναι πασσαλώδης με μήκος έως μισό μέτρο. Τα φύλλα του βγαίνουν από το βλαστό που είναι κοντός χρώματος ανοικτοπράσινου ή βαθυπράσινου. Τα μαρούλια είναι λεία, στρογγυλά ή κατσαρά.
Η άνθηση του μαρουλιού γίνεται σταδιακά και οι καρποί του βγαίνουν 10-15 μέρες μετά την άνθηση. Τα μαρούλια πολλαπλασιάζονται με σπόρο. Η σπορά γίνεται σε φυτώρια ή σπορεία και σε 15 περίπου μέρες τα φυτάρια είναι έτοιμα για μεταφύτευση.
Ευδοκιμεί σε δροσερές θερμοκρασίες και δεν αντέχει στη ζέστη. Στην Ελλάδα καλλιεργείται από το φθινόπωρο μέχρι την Άνοιξη, και το καλοκαίρι σε ψυχρότερα κλίματα. Για την επιτυχία στην καλλιέργεια πρέπει να υπάρχει αρκετή εδαφική υγρασία, καλός φωτισμός και δροσερές νύχτες.
Το μαρούλι τρώγεται ωμό, σκέτο ή σε σαλάτες αλλά και μαγειρεμένο με κρέας (φρικασέ).
Οι Η.Π.Α έχουν τη μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο, ακολουθούν η Κίνα, η Ισπανία και ο Καναδάς. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 19.000 στρέμματα περίπου και η ετήσια παραγωγή φτάνει τους 25.000 τόνους.
Σπανάκι
Το φυτό σπανάκι ανήκει στη τάξη Καρυοφυλλώδη και στην οικογένεια των Χηνοποδιοειδών (Chenopodiaceae).
Καλλιεργείται κυρίως στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική ενώ η καταγωγή του είναι από την Ασία.
Μονοετές ή διετές φυτό καλλιεργείται για τα παχιά τριγωνικά φύλλα του. Αυτά βρίσκονται κοντά στη ρίζα έχουν χρώμα βαθύ πράσινο και λεία ή κυματιστή επιφάνεια. Όταν η διάρκεια της ημέρας είναι μεγαλύτερη και η θερμοκρασία αρκετά υψηλή τότε αναπτύσσεται ένας βλαστός που φέρει μία ταξιανθία με μικρά άνθη.
Ο καρπός είναι ένα πολύ μικρό μονόσπερμο καρύδι που μερικές φορές φέρει και αγκαθωτό περίβλημα. Ο πολλαπλασιασμός γίνεται με σπορά. Το ψυχρό κλίμα ευνοεί την ανάπτυξη του σπανακιού Στην Ελλάδα γίνεται σπορά από τα μέσα Αυγούστου μέχρι το Φεβρουάριο. Το έδαφος πρέπει να είναι υγρό και ειδικά όταν το σπανάκι είναι μικρό. Τα αμμοπηλώδη εδάφη είναι τα πιο κατάλληλα.
Αν δεν υπάρχουν βροχές τότε χρειάζεται λίγο πότισμα. Πολλές από τις καλλιέργειες πάντως είναι ξερικές. Η συγκομιδή γίνεται περίπου 6 εβδομάδες μετά τη σπορά.
Υπάρχουν αρκετές ποικιλίες σπανακιού. Οι πιο γνωστές στην Ελλάδα είναι το κοινό σπανάκι, η πριγκίπισσα Τζουλιάνα, το κοντό σπανάκι και το πλατύφυλλο Άργους. Στην Ελλάδα απαντάται και αυτοφυές, ως άγριο σπανάκι, κοινώς η νάνα. Έχουν αναπτυχθεί και κάποια υβρίδια για μεγαλύτερη παραγωγή.
Το σπανάκι κυκλοφορεί στην κατανάλωση φρέσκο, κονσερβοποιημένο ή κατεψυγμένο. Ακόμη μπορεί να διατηρηθεί και σε κοινούς καταψύκτες, αφού πρώτα ζεματιστεί, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τρώγεται μαγειρεμένο (σπανακόρυζο, σουπιές με σπανάκι), γίνεται διάφορες πίτες (σπανακόπιτα) ή ακόμα τρώγεται και ωμό σε διάφορες σαλάτες. Έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο και βιταμίνες Α ,C, Ε και Κ, χλωροφύλλη, άλατα ιωδίου και σαπωνίνες.
Είναι πολύ καλό στη σωστή λειτουργία του εντέρου και κατά της αναιμίας. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 25.000 στρέμματα περίπου και η ετήσια παραγωγή φτάνει τους 36.000 τόνους.
Περισσότερα
Σέλινο
Το σέλινο (επιστ. Σέλινον το βαρύοσμον, Apium graveolens) είναι διετές, ιθαγενές φυτό του γένους Σέλινον (Apium) της οικογένειας των Σελινοειδών (Apiaceae) (συν. Σκιαδοφόρων (Umbelliferae)).
Είναι γνωστό από τα αρχαία χρόνια όταν Έλληνες και Ρωμαίοι το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική και οι Κινέζοι για φάρμακο. Επίσης το θεωρούσαν πένθιμο φυτό γιατί στις νεκρικές τελετές οι πενθούντες φορούσαν στεφάνι από σέλινο.
Έντονα αρωματικό φυτό, με σκληρό βλαστό ρίζες σαρκώδεις και ινώδεις, φύλλα με διαιρεμένο έλασμα, οι μίσχοι κυρτωμένοι δημιουργούν αυλάκι.
Το ύψος του φτάνει τα 90 εκατοστά και τα σπόρια του είναι αρωματικά, με ίδιο άρωμα με αυτό του φυτού αλλά με πικρότερη και πιο καυστική γεύση.
Τα σπόρια του χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό
Πολλαπλασιάζεται με σπορά σε θερμοκήπια ή ειδικά σπορεία και στη συνέχεια μεταφυτεύεται σε μικρά σακουλάκια αφού περάσουν 5-7 εβδομάδες.
Όταν το ύψος των φυταρίων φτάσει τα 20 εκατοστά περίπου τότε φυτεύονται στη τελική τους θέση.
Οι απαιτήσεις σε νερό είναι μεγάλες και το τακτικό πότισμα είναι απαραίτητο ενώ η λίπανση του εδάφους είναι αναγκαία και πρέπει να γίνεται είτε με κοπριά είτε με ειδικά λιπάσματα.
Το έντονο άρωμα που έχει το σέλινο οφείλεται σε αιθέριο έλαιο που δίνει στο φυτό ορεκτικές, χωνευτικές και τονωτικές ιδιότητες.
Περιέχει σίδηρο, ασβέστιο, φώσφορο και βιταμίνες C, B1, B2 και Κ. Θεωρείται ότι έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παθήσεις των νεφρών και της ουροδόχου κύστης καθώς και κατά των αρθριτικών παθήσεων.