Νέα Φυτεία Ελιάς
Η επιλογή κατάλληλης θέσης για την εγκατάσταση ελαιοφυτείας είναι καθοριστικής σημα-σίας για την καλή ανάπτυξη και καρποφορία των δέντρων, την αποφυγή ζημιών από ακραία καιρικά φαινόμενα, την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας της καλλιέργειας. Οι παράγοντες που εξετάζουμε για την αξιολόγηση μιας θέσης είναι τα χαρακτη-ριστικά του εδάφους, το μικροκλίμα και οι κοινωνικο-οικονομικές ιδιαιτερότητες της περιοχής (Σφακιωτάκης, 1993).
Πηγές:
1. Πηγή: Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
2. Olivenews
3. Πηγή:Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας
4. ΕΑΣ Ρεθύμνης
Προσανατολισμός του ελαιώνα
Πριν από την εγκατάσταση ενός ελαιώνα πρέπει να εξετάζονται οι παράγοντες που επηρεάζουν την ηλιακή ακτινοβολία που δέχεται η κόμη των φυτών καθώς δέντρα με επαρκή ηλιακό φως παρουσιάζουν καλύτερη βλάστηση και καρποφορία σε αντίθεση με δέντρα ή βλαστούς που σκιάζο-νται στους οποίους παρατηρούνται προβλήματα στην καρποφορία και ξηράνσεις βλαστών.
Συγκεκριμένα η σκίαση:
• Μειώνει τη διαφοροποίηση των ανθέων
• Μπορεί να προκαλέσει μορφολογική στειρότητα
• Μπορεί να αναστείλει την άνθηση
• Μπορεί να μειώσει τη φωτοσυνθετική ικανότητα των φύλλων
Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει η έκθεση του χωραφιού με τα νότιας νοτιοανατολικής έκθεσης αγροτεμάχια να δέχονται περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία από τα βόρειας ή βορειοδυτικής έκθεσης.
Άλλοι παράγοντες είναι η κλίση του χωραφιού, η πυκνότητα φύτευσης και η διάταξη των δέντρων, ο τρόπος ανάπτυξης της ποικιλίας και ιδιαίτερα το κλάδεμα διαμόρφωσης και καρποφορίας. Παρά το γεγονός ότι η ελιά είναι ανθεκτικό είδος στους ανέμους καλό είναι να αποφεύγονται οι παγετόπληκτες περιοχές. Ισχυροί άνεμοι το φθινόπωρο ή το χειμώνα προκαλούν θραύση κλαδιών και βραχιόνων καθώς και καρπόπτωση η οποία συμβαίνει και το καλοκαίρι λόγω θερμών ανέμων.
Μικρής εντάσεως άνεμοι βοηθούν στην επικονίαση ενώ υπερβολικά θερμοί, ξηροί ή υγροί άνεμοι εμποδίζουν τη γονιμοποίηση των ανθέων και την ανάπτυξη των καρπών.
Γονιμότητα και διατήρηση του εδάφους
Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του εδάφους που ενδιαφέρουν για την εγκατάσταση ενός ελαιώνα είναι η διατήρηση ή βελτίωση της γονιμότητας και η αποφυγή της διάβρωσης και της υποβάθμισης των φυσικών, χημικών και βιολογικών ιδιοτήτων.
Παρά το γεγονός ότι η ελιά αναπτύσσεται και καρποφορεί ακόμη και σε άγονα και ξηρικά εδάφη, για να επιτευχθεί γρήγορη είσοδος στην παραγωγή, εύρωστη βλάστηση και ικανοποιητική καρποφορία υψηλής ποιότητας πρέπει να εξασφαλίζεται γόνιμο, βαθύ και καλά αποστραγγιζόμενο έδαφος.
Η ελιά αναπτύσσεται και καρποφορεί καλά σε βαθιά αμμοπηλώδη εδάφη με καλή υγρασία και στράγγιση (Σφακιωτάκης, 1993).
Καλό είναι το pH του εδάφους να είναι μεταξύ 6-8 και σε περι-πτώσεις απόκλισης να διορθώνεται είτε με κατάλληλα εδαφοβελτιωτικά (π.χ. ασβέστωση) είτε με αντίστοιχα λιπάσματα.
Έτσι, σε ελαφρώς όξινα εδάφη προτιμώνται αλκαλικά λιπάσματα (π.χ. ασβεστούχος νιτρική αμμωνία) ενώ σε ελαφρώς αλκαλικά εδάφη εφαρμόζονται όξινα λιπάσματα (π.χ. θειϊκή αμμωνία). Σε ακραίες τιμές pH, μειώνεται η διαθεσιμότητα κάποιων θρεπτικών στοιχείων και παρατηρούνται συμπτώματα τοξικότητας από κάποια άλλα.
Ελαιόδεντρα που αναπτύσσονται σε εδάφη με κακή στράγγιση εκτός από τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών παρουσιάζουν και κακή ανάπτυξη που πολλές φορές συγχέεται με φυτοπαθολογικά ή θρεπτικά αίτια.
Σε υπερβολικά γόνιμα εδάφη μπορεί να παρατηρηθεί το φαινόμενο της βλαστομανίας κατά το οποίο τα φυτά παρουσιάζουν έντονη βλαστική ανάπτυξη και ελάχιστη έως μηδαμινή καρποφορία. Διαβρωμένα ή υποβαθμισμένα εδάφη πρέπει να αποφεύγονται καθώς χαρακτηρίζονται από μειωμένη γονιμότητα και προϋποθέτουν μεγάλο κόστος εισροών για τη διόρθωσή τους.
Μετεωρολογικά δεδομένα και μικροκλίμα
Η καλλιέργεια της ελιάς οριοθετείται σε γεωγραφικό πλάτος μεταξύ 30ο και 45ο καθώς σε αυτή τη ζώνη το φυτό αναπτύσσεται και καρποφορεί καλά.
Πάνω από το 45° παρατηρούνται ζημιές από χαμηλές θερμοκρασίες ενώ κάτω από το 30° τα δέντρα παράγουν καλή βλάστηση αλλά δεν καρ-ποφορούν ικανοποιητικά.
Στις περιοχές όπου πραγματοποιείται η ελαιοκαλλιέργεια το κλίμα είναι μεσογειακό με ξηρό και θερμό καλοκαίρι και ήπιο και βροχερό χειμώνα.
Η θερμοκρασία
Οι ελαιοκαλλιεργητές πρέπει να ενημερωθούν για το κλιματολογικό ιστορικό της περιοχής από τον πλησιέστερο μετεωρολογικό σταθμό πριν αποφασίσουν για τη θέση αλλά και την ποικιλία του ελαιώνα.
Στην περιοχή που θα εγκαταστήσουμε έναν ελαιώνα η θερμοκρασία δεν πρεπει να πέ-φτει συχνά κάτω από -5° C καθώς σε τέτοια περίπτωση ζημιώνονται τα βλαστικά και τα αναπαραγω-γικά όργανα του φυτού. Θερμοκρασίες κοντά στους -10° C προκαλούν σοβαρές ζημιές σε κλαδιά, βραχίονες ή και ολόκληρο το δέντρο (Σφακιωτάκης, 1993).
Όμως ακόμη και λιγότερο χαμηλές θερμοκρασίες το φθινόπωρο ζημιώνουν τους καρπούς και υποβαθμίζουν την ποιότητά τους. Η χιονόπτωση μπορεί εκτός από το πάγωμα φυτικών ιστών να προκαλέσει και μηχανικές ζημιές στα δέντρα καθώς το χιόνι συσσωρεύεται στην κόμη αυξάνοντας το βάρος και σπάζοντας κλαδιά.
Η σοβαρότητα της ζημιάς από παγετό εξαρτάται από:
• Τη διάρκεια των χαμηλών θερμοκρασιών
• Τη Σχετική Υγρασία της ατμόσφαιρας
• Την αντοχή της καλλιεργούμενης ποικιλίας
• Τις καλλιεργητικές φροντίδες που προηγήθηκαν
Όταν η πτώση της θερμοκρασίας είναι σταδιακή το χειμώνα, τα δέντρα μπορεί να αντέξουν έως και -12° C χωρίς σοβαρές. Περιοχές με μεγάλο υψόμετρο καλό είναι να αποφεύγονται διότι συν-δυάζουν αυξημένο κίνδυνο παγετών και βραχύτερη βλαστική περίοδο.
Οι ανοιξιάτικοι παγετοί συνήθως δεν αποτελούν περιοριστικό παράγοντα καθώς η άνθηση της ελιάς είναι όψιμη. Η ελιά ανήκει στα φυτά που έχουν ανάγκη χαμηλών θερμοκρασιών στο επίπεδο των 7° C το χειμώνα για να διαφοροποιήσουν ανθοφόρους οφθαλμούς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σε τροπικές περιοχές η ελιά συνήθως δεν καρποφορεί ικανοποιητικά.
Το φαινόμενο είναι γνωστό ως εαρνοποίηση και η έντασή του διαφέρει μεταξύ ποικιλιών. Έτσι σε αντίθεση με άλλες ποικιλίες που χρειάζονται έως και 2000 ώρες χαμηλών θερμοκρασιών ανά έτος, οι ανάγκες της ‘Κορωνέκης’ είναι μικρές και καλύπτονται εύκολα ακόμα και στον ήπιο χειμώνα της Κρήτης.
Η ελιά ως θερμοπεριοδικό είδος απαιτεί τουλάχιστον 10 εβδομάδες κάτω από 12,2° C για πλήρη διαφοροποίηση ανθέων. Θερμοκρασίες σταθερά κάτω από 7° C ή πάνω από 15° C μπορούν να αναστείλουν την καταβολή των ανθέων ενώ θερμοκρασίες χειμώνα υψηλότερες από 20° C για 2-3 εβδομάδες μπορεί να εμποδίσουν την έξοδο των ανθοφόρων οφθαλμών από το λήθαργο.
Σε χρονιές με μεγάλη καρποφορία και όψιμη συγκομιδή αυξάνονται οι απαιτήσεις των δέντρων σε χαμηλές θερ-μοκρασίες για διαφοροποίηση ανθέων. Ζημιές στην καλλιέργεια μπορεί να προκληθούν και από υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες.
Την άνοιξη μπορεί να εμποδίσουν την ανάπτυξη των ανθέων ενώ και η αυτογονιμοποίηση μπορεί να περιοριστεί από υψηλές θερμοκρασίες κατά την άνθηση λόγω αναστολής της αύξησης του γυρεοσωλήνα. Τέλος, πολύ υψηλές θερμοκρασίες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες μπορεί να προκαλέσουν έντονη καρπόπτωση.
Οι Βροχοπτώσεις
Ένα επίσης σημαντικό κλιματικό στοιχείο αποτελεί και το ύψος των βροχοπτώσεων της περιοχής. Ιδιαίτερα σε ξηρικές καλλιέργειες το ύψος αλλά και η κατανομή των βροχών καθορίζουν τη διαθεσιμότητα εδαφικής υγρασίας για τα φυτά κατά τα πιο κρίσιμα στάδια που είναι η διαφοροποίηση των οφθαλμών, η άνθηση και η σκλήρυνση του πυρήνα και η ταχεία αύξηση των καρπών.
Στην περίπτωση βρώσιμων ποικιλιών όπως η “Καλαμών” που καλλιεργείται σε κάποιες περιοχές, το ύψος των βροχοπτώσεων μπορεί να αποτελέσει περιοριστικό παράγοντα για την παραγωγή ποιοτικών καρπών γι’ αυτό άλλωστε κατά κανόνα εφαρμόζεται άρδευση.
Σε διάφορες περιοχές καταγράφεται ετήσια βροχόπτωση από 200 έως και πάνω από 1000 mm ανάλογα με τη χρονιά, την περιοχή και το υψόμετρο. Για καλή βλαστική ανάπτυξη και καρποφορία χρειάζονται τουλάχιστον 500-600 mm ανά έτος ενώ έλλειψη εδαφικής υγρασίας προκαλεί μεταξύ των άλλων μειωμένη τελειότητα ανθέων.
Από την άλλη πλευρά, βροχή και οι μη ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες κατά την περίοδο της άνθησης μπορεί να προκαλέσει κακή επικονίαση και καρπόδεση και προβλήματα όπως σχινοκαρπία που είναι ακόμα πιο έντονη σε ζωηρά δέντρα. Στην περίπτωση που εξετάζεται η εγκατάσταση ξηρικού ελαιώνα πρέπει να μελετηθεί το ιστορικό της περιοχής από τον πλησιέστερο μετεωρολογικό σταθμό ενώ ο παραγωγός μπορεί εύκολα να έχει μια εικόνα για τις βροχοπτώσεις στο χωράφι του με ένα βροχόμετρο
Στην περίπτωση που υπάρχει διαθέσιμο νερό και πρόθεση από τον παραγωγό για εγκατάσταση αρδευόμενου ελαιώνα, το ύψος και η κατανομή των βροχοπτώσεων δεν αποτελούν περιοριστικούς παράγοντες για την καλλιέργεια. Είναι σημαντικό όμως να γνωρίζουμε τα συγκεκριμένα δεδομένα για τον ορθότερο προσδιορισμό των αρδευτικών αναγκών των φυτών, τον κατάλληλο προ-γραμματισμό των αρδεύσεων και για την εκτίμηση της οικονομικότητας της καλλιέργειας, καθώς λιγότερες βροχές συνεπάγονται περισσότερες αρδεύσεις και υψηλότερο κόστος παραγωγής.
Η Σχετική Υγρασία
Καλό είναι να αποφεύγονται περιοχές με υγρό κλίμα καθώς υψηλή Σ.Υ. δημιουργεί μυκητολογικά προβλήματα όπως:
• Κυκλοκόνιο
• Γλοιοσπόριο
• Καπνιά
• Βερτιτσιλίωση
Το στοιχείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση που σκοπεύουμε να εφαρμόσουμε ένα σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης που όπως είναι γνωστό στοχεύει στον περιορισμό των εισροών σε φυτοφάρμακα.
Καλλιεργητικές φροντίδες που προκαλούν τραυματισμούς φυτικών ιστών όπως κλάδεμα, συγκομιδή, όργωμα πρέπει να αποφεύγονται σε μέρες με υγρασία ή βροχή λόγω του κινδύνου εξάπλωσης του βακτηριακού καρκίνου, ειδικά για ευαίσθητες ποικιλίες όπως η “Κορωνέικη”.
Τα συστήματα καλλιέργειας της ελιάς και τα χαρακτηριστικά τους
Παραδοσιακοί ελαιώνες.
Στις παραδοσιακές εγκαταστάσεις οι αποστάσεις φυτεύσεως μεταξύ των δέντρων μπορεί να είναι:
• 6 επί 8μ.,
• 7 επί 7 μ.,
• 8 επί 8 μ. ή ακόμη και
• 10 επί 10 μ..
Λιγότερα από 20 δέντρα το στρέμμα, ανάλογα με την περιοχή, το έδαφος και την ποικιλία. Η κα-τεύθυνση των δεντροσειρών είναι καλό να είναι από τον Βορρά προς τον Νότο, για μια καλύτερη έκθεση στον ήλιο.
Όσο μεγαλύτερες είναι οι αποστάσεις τόσο μεγαλύτερη γίνεται και η κόμη των ενηλίκων δέντρων (12-15 χρόνια). Η δε σταθερότητα της παραγωγής διαρκεί γύρω τα 50 χρόνια.
Έτσι σε μια κόμη όχι ψηλότερη από 5 μέτρα μπορεί να εφαρμοστεί ,αν η διαμόρφωση του εδάφους το επιτρέπει, η συλλογή με μηχανές δονισμού.
Εντατικοί παραδοσιακοί ελαιώνες.
Η πυκνότητα φύτευσης είναι 8-25 δένδρα/στρέμμα, χαρακτηρίζονται από τη χρήση των ανόργανων χημικών λιπασμάτων και της μερικής άρδευσης ενώ οι αποδόσεις κυμαίνονται στα 150-400 κιλά καρπών/στρέμμα.
Όταν η φύτευση είναι πυκνή είναι απαραίτητο χαμηλό σχήμα κόμης.
Η πυκνή φύτευση και το σχετικά μικρό ύψος της κόμης προσφέρονται περισσότερο για την καλ-λιέργεια επιτραπέζιων ελιών και για την συλλογή με τα χέρια.
Οι ελαιώνες πυκνής φύτευσης μπαίνουν πιο γρήγορα στην παραγωγή αλλά γερνάνε και ενωρίτερα από εκείνους που έχουν παραδοσιακή εγκατάσταση.
Η ζωή της ελιάς μπορεί να διακριθεί σε τρεις φάσεις:
• Η νεανική ηλικία που τελειώνει στα 12-15 χρόνια.
• Η περίοδος του ενηλικιωμένου δέντρου που τελειώνει γύρω στα 50 χρόνια.
• Η περίοδος του γήρατος που διαρκεί αιώνες.
Σύγχρονοι εντατικοί ελαιώνες ή ελαιώνες πυκνής φύτευσης.
Η πυκνότητα φύτευσης είναι 20-50 δένδρα/ στρέμμα με αποστάσεις φύτευσης:
• 3×6,
• 4×5,
• 5×7,
• 6×6,
• 6×7,
• 6×8 μέτρα.
Τα συστήματα αυτά χαρακτηρίζονται από τα σύγχρονα σχήματα μόρφωσης των δένδρων (παλμέττα, θαμνώδες, χαμηλό κύπελλο, πυραμιδοειδές ή κωνικό) και τη δυνατότητα χρήσης δονητών για τη διευκόλυνση της συλλογής των καρπών.
Επίσης γίνεται αυξημένη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και δίνουν πολύ υψηλές αποδόσεις (400-1200 κιλά καρπών/στρέμμα).
Σύστημα της υπέρπυκνης φύτευσης ή υπερεντατικών ελαιώνων
Το σύστημα της υπέρπυκνης φύτευσης ή υπερεντατικών ελαιώνωνπροστέθηκε τα τελευταία 15-17 χρόνια και έχει τα εξής κύρια χαρακτηριστικά:
Οι αποστάσεις φύτευσης είναι:
1-1,5 x 3-5 μέτρα που επιτρέπουν τη φύτευση 140-250 δένδρων/στρέμμα και οι αποδόσεις φθάνουν τα 800-1300 κιλά/στρέμμα.
Η διαμόρφωση της κόμης γίνεται κύρια σε κωνικά ή ατρακτοειδή σχήματα (κυπαρισσάκι) ή σε παλμέττα.
Τα συστήματα αυτά χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα μηχανικής συγκομιδής αλλά πρόσθετα και εκμηχάνισης του κλαδέματος .
Προετοιμασία του χωραφιού
Πριν τη φύτευση, πραγματοποιούνται καλλιεργητικές εργασίες, όπου χρειάζεται, όπως εκ-χέρσωση (εκρίζωση δένδρων και θάμνων), ισοπέδωση, κατασκευή αναβαθμίδων, απομάκρυνση λίθων κ.λ.π.
Εάν το χωράφι προέρχεται από εκχέρσωση, καλό είναι πριν τη φύτευση να καλλιεργηθεί για 1-2 χρόνια με ετήσια φυτά (σιτηρά ή ψυχανθή), ώστε να γίνει δυνατή η απομάκρυνση όλων των ριζών και να αποφευχθεί η προσβολή των δενδρυλλίων της ελιάς από σηψιρριζίες.
Εάν υπάρχουν πολυετή ζιζάνια, θα πρέπει αυτά να καταπολεμηθούν με βαθιές αρόσεις το καλο-καίρι και ζιζανιοκτόνα (διασυστηματικά) πριν γίνει η φύτευση.
Μετά από τα παραπάνω, γίνονται βαθιές αρόσεις του χωραφιού, ώστε να διευκολυνθεί η ανά-πτυξη του ριζικού συστήματος σε μεγαλύτερο βάθος. Με την τελευταία άροση, γίνεται και η ενσωμάτωση των φωσφορικών και καλιούχων λιπασμάτων που θα χρειαστούν τα δένδρα στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής τους.
Καλό είναι να έχει προηγηθεί ανάλυση του εδάφους, με δειγματοληψία από διάφορα.
Σχεδίαση ελαιώνα
Κατά τη σχεδίαση του ελαιώνα καθορίζουμε την πυκνότητα φύτευσης και τη διάταξη των δέντρων. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή βασικό γνώμονα αποτελεί ο τύπος της εκμετάλλευσης που οραματιζόμαστε.
Έτσι, πρέπει να διευκρινίσουμε τα παρακάτω:
• Βαθμός εντατικοποίησης
• Προϊόν (ελιές, λάδι)
• Σύστημα διαχείρισης
• Τρόπος συγκομιδής
• Δυνατότητα μηχανοποίησης
• Ανάγλυφο
• Ποικιλία
• Επένδυση
• Διαθεσιμότητα εργατικών
• Δυνατότητα τροποποίησης της φυτείας στο μέλλον
Συνοπτικά, τα κυριότερα συστήματα ελαιοκαλλιέργειας που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν είναι το παραδοσιακό με αραιές αποστάσεις γηρασμένων δέ-ντρων, μικρές εισροές και χαμηλό κέρδος, το ημιεντατικό με κανονικές αποστάσεις και αυξημένες εισροές και βιωσιμότητα, το εντατικό με πυκνές φυτεύσεις και συστηματική χρήση αγροχημικών και μηχανημάτων και υψηλό κόστος παραγωγής και κέρδος και το υπερεντατικό με υπέρπυκνες φυτεύσεις, μηχανοποίηση των εργασιών, βιωσιμότητα αλλά και προβλήματα μεσο- και μακροπρό-θεσμα.
Αποστάσεις και πυκνότητα δέντρων στα κυριότερα συστήματα φύτευσης
Σύστημα φύτευσης | Αποστάσεις φύτευσης (μέτρα) | Δέντρα/στρέμμα |
Παραδοσιακό | 10 x 10 | 10 |
Μέτρια εντατικό | 7-8 x 7-8 | 15 – 20 |
Εντατικό | 15 – 20 | 20 – 40 |
Υπερεντατικό | 3 – 4 x 1,5 – 2 | 125 – 220 |
Εγκατάσταση ελαιώνα
Ένας γενικός κανόνας για την επιλογή του κατάλληλου χρόνου εγκατάστασης ενός ελαιώνα είναι ότι σε περιοχές με ήπιο χειμώνα φυτεύουμε Νοέμβριο με Δεκέμβριο ενώ σε περιοχές με δριμύ χειμώνα περιμένουμε ως το Φεβρουάριο με Μάρτιο να περάσουν οι παγετοί αλλά πριν αρχίσει η έκπτυξη της νέας βλάστησης.
Σε περιοχές με κλίση απαιτείται ειδικός σχεδιασμός και προετοιμασία του χωραφιού πριν από τη φύτευση των δενδρυλλίων έτσι ώστε να προστατευθεί το έδαφος από τη διάβρωση, να αυξηθεί η διήθηση του νερού της βροχής, να διευκολυνθούν οι καλλιεργητικές εργασίες και να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα του οικοσυστήματος.
Η επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων ευνοείται με την φύτευση κατά μήκος των ισοϋψών καμπύλων σε μικρές έως μέτριες κλίσεις και με την κατασκευή αναβαθμίδων σε χωράφια με μεγαλύτερες κλίσεις.
Στη δεύτερη περίπτωση πραγματοποιείται έντονη τροποποίηση του ανάγλυφου της γης και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να μην έρθει στην επιφάνεια έδαφος από βαθύτερους ορίζοντες το οποίο είναι λιγότερο γόνιμο. Επίσης συχνά οι αναβαθμίδες υποστηρίζονται από πέτρινα τοιχία για να αυξηθεί η σταθερότητά τους.
Η προετοιμασία του εδάφους για την εγκατάσταση του ελαιώνα ξεκινά με την απομάκρυνση της προηγούμενης βλάστησης και αν είναι δυνατό και τυχόν φυτικών υπολειμμάτων (π.χ. ρίζες).
Ανάλογα με τον κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών από άλλα φυτά στα ελαιόδεντρα, καλό είναι να με-σολαβεί χρονικό διάστημα 2-4 ετών καλλιέργειας με αγρωστώδη πριν την εγκατάσταση των δεν-δρυλλίων. Στο διάστημα αυτό πρέπει να καταπολεμούνται πολυετή ζιζάνια που μπορεί να αποτελέσουν μελλοντικό πρόβλημα για τα νεαρά φυτά.
Ακολουθούν εδαφολογικές αναλύσεις σε διαφορετικά βάθη (0-30, 30-60 και 60-90 εκ.) για τον προσδιορισμό των λιπαντικών αναγκών, εφαρμογή της βασικής λίπανσης (κυρίως κάλιο και φώσφορος) και ενσωμάτωση στο έδαφος με βαθιά άροση και ισοπέδωση του εδάφους όπου χρειάζεται.
Σύμφωνα με το σχέδιο του ελαιώνα, ανοίγονται οι λάκκοι στις θέσεις φύτευσης με προσοχή ώστε να μην δημιουργηθούν σκληρά τοιχώματα που θα εμποδίσουν την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος του φυτού και επομένως θα δυσχεράνουν την εγκατάστασή του στον αγρό (Σφακιωτάκης, 1993). Σε χωράφια με προβλήματα στράγγισης δημιουργείται ένα στρώμα άμμου ή χαλικιών στη βάση του λάκκου.
Στην περιοχή κάτω από το δενδρύλλιο απλώνεται επιφανειακό χώμα καθώς είναι πιο γόνιμο από αυτό βαθύτερων στρωμάτων, και τοποθετείται το φυτό σε βάθος ίδιο με αυτό του φυτωρίου ή 5-10 εκ. βαθύτερα σε ξηρές περιοχές. Στη συνέχεια, ο λάκκος γεμίζεται με έδαφος ομοιόμορφα ανακατεμένο με την ενδεδειγμένη ποσότητα καλοχωνεμένης κοπριάς. Ακολουθεί πάτημα του εδάφους και πότισμα που επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά τα πρώτα έτη ανάλογα και με τις βροχοπτώσεις της περιοχής.
Ίσως η σημαντικότερη καλλιεργητική φροντίδα στο στάδιο της εγκατάστασης ενός ελαιώνα είναι η στήριξη των φυτών με πασσάλους. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η προστασία από ζημιές λόγω ανέμων, η κατακόρυφη ανάπτυξη του κεντρικού βλαστού, η σωστή διαμόρφωση του σκελετού του δέντρου και η αποφυγή επιπρόσθετων χρονοβόρων και δαπανηρών διορθωτικών παρεμβάσεων κλαδέματος στο μέλλον.
Στην περίπτωση που έχει προβλεφθεί άρδευση, το δίκτυο τοποθετείται μετά την εγκατάσταση των δενδρυλλίων έτσι ώστε να μην παρεμποδίζει τις εργασίες προετοιμασίας του εδάφους.
Ιδιαίτερη προσοχή κατά τα πρώτα 3-4 χρόνια, εκτός από την άρδευση και την ελαφρά αζωτούχο λίπανση, χρειάζεται και στην καταπολέμηση των ζιζανίων, καθώς τα πιο ανταγωνιστικά είδη εκμεταλλευόμενα την επάρκεια νερού και θρεπτικών στοιχείων, την καλή δομή του εδάφους και το μικρό ανταγωνισμό που προκύπτουν από τη διαδικασία προετοιμασίας του χωραφιού (όργωμα, απο-μάκρυνση φυτών, κλπ) μπορούν να αποτελέσουν σοβαρό περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη ή ακόμη και για την επιβίωση των νεαρών δενδρυλλίων.